Στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Δυσσάκος» η Ελένη Αναστασοπούλου δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο μυθιστορηματικό / αφηγηματικό σύμπαν, το οποίο δομείται κάθετα και οριζόντια από ποικίλους άξονες.
Ο άξονας πάνω στον οποίο πλέκεται ο αφηγηματικός καμβάς είναι εκείνος της διαδοχής στον χρονικό ορίζοντα τριών γενεών. Οι χαρακτήρες και τα γεγονότα που συμπλέκονται με την πρώτη γενιά «προοικονομούν» και προσδιορίζουν τη μοίρα, τις επιλογές και την πορεία των ηρώων των επόμενων γενεών, ενώ η εξιστόρηση στην ουσία επικεντρώνεται αποφασιστικά στην ιστορία της τρίτης της πλέον σύγχρονης προς τον αναγνώστη γενιάς.
Εξίσου σημαντικός είναι και ο άξονας των εμποδίων τα οποία στήνονται,σχεδόν ανυπέρβλητα, απέναντι στους ήρωες και δεν τους επιτρέπουν να συναντηθούν και να ευτυχήσουν. Δύο είναι οι κατηγορίες των εμποδίων αυτών: τα πρώτα είναι εκείνα που «σχετίζονται με τον εσώτερο ανθρώπινο ψυχισμό και τα σκοτεινά βάθη του», ενώ τα δεύτερα έχουν να κάνουν με τα «κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια στα οποία οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι». Και τα δύο αυτά είδη εμποδίων πνίγουν την ύπαρξη αλλά οι ήρωες – πραγματικοί μαχητές της ζωής σε όλα τα επίπεδα – καθείς με τον τρόπο και τα όπλα του – μάχονται, πέφτουν, αλλά πάντα σηκώνονται· με μια κουβέντα ο Δυσσάκος και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου αποτελούν αφηγηματικά αρχέτυπα ηρώων που αγαπούν με πάθος τη ζωή και προσπαθούν να βιώσουν την αλήθεια της, όποιο κι αν είναι το τίμημα.
Ο χρονικός ορίζοντας εκτείνεται από την δεκαετία του 1960 και φτάνει μέχρι το σήμερα. Με την αρχή της ανάγνωσηςσυναντιόμαστε με τους ανθρώπους δύο οικογενειών: της Μαρίας και του Δυσσάκου. Οι άνθρωποι της πρώτης πολεμούν για να αντιμετωπίσουν νοσηρούς ανθρώπινους ψυχισμούς: ένας θετός «πατέρας» / «προστάτης», μια στυγνή εξουσιαστική φιγούρα - που προκαλεί μόνο πόνο σε αυτές, κακοποιώντας τες σωματικά και ψυχικά. Ο φασισμός που γεύεται η Φωτούλα και η κόρη της η Μαρία (βασική ηρωίδα του έργου) δεν παραπέμπει στην σφαίρα της πολιτικής με την στενή έννοια του όρου. Η ζωή τους είναι μαρτυρική και ο αγώνας τους για απελευθέρωση και χειραφέτηση είναι άνισος, αλλά δεν παύουν να αγωνίζονται. Οι άνθρωποι της δεύτερης οικογένειας έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πολιτικής τους ιδεολογίας και δράσης: είναι αριστεροί στην σκληρή δεκαετία του ’60. Το μικρό χωριό δεν έχει μόνο καλούς ανθρώπους όπως ο δάσκαλος και ο παπάς. Έχει και τον χαφιέ του, που είναι έτοιμος να κατασπαράξει όσους δεν εμφορούνται από τα «εθνικώς κατάλληλα» φρονήματα. Έτσι ο Οδυσσέας, φεύγει στα καράβια για να αποφύγει συλλήψεις και εξορίες και γίνεται ένας «πατέρας από χαρτί», καθώς οι δικοί του παίρνουν αραιά και που κάποιες επιστολές του. Ο μικρός Δυσσάκος και η μητέρα του βιώνουν με οδύνη την απουσία του.
Τα δύο παιδιά των οικογενειών η Μαρία και ο Δυσσάκος,στην πρώιμη ερωτική τους φιλία,γεύονται το καθένα τους δύο αυτούς φασισμούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα αναδεικνύεται πως παραπέμπουν στο ίδιο πράγμα: είτε είναι πολιτική είτε ψυχολογική, η επιβολή και η εξουσία επιζητούν να ρυθμίσουν και να ελέγξουν κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπινων υποκειμένων. Τα θύματα Μαρία και Δυσσάκος, προσπαθώντας να δραπετεύσουν από την επιβολή που βασανίζει τον καθένα τους και να χειραφετηθούν, «χάνονται», ενεργούν σπασμωδικά και το πληρώνουν ακριβά. Μετά από ένα δραματικό κρεσέντο / κάθαρση, με το οποίο αποχωρούν βίαια από το προσκήνιο ένοχοι κι αθώοι της παλιάς τους ζωής, συναντιούνται ξανά και από την αργοπορημένη τους ένωση, γεννιέται ο καρπός του έρωτά τους, ο Φωκάς. Η καρποφόρα αυτή συνάντηση όμως δεν θα έχει ένα γλυκερό ευτυχισμένο τέλος: ο Δυσσάκος ακολουθώντας την οδυσσεϊκή του φύση, θα ζητήσει καταφύγιο στην φυγή και το ταξίδι, ενώ ο Φωκάς, ως Οιδίπους, θα ζητά επίμονα να βρει «ποιος είναι».
Πέρα από την εξόχως εμπνευσμένη αφηγηματική πρώτη ύλη, ο Δυσσάκος είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς η εξέλιξη της ιστορίας διαπλέκεται πολύ έντεχνα με τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων, τα οποία υπομνηματίζουν τις σκέψεις και τα λόγια των ηρώων. Με αυτό τον τρόπο οι λογοτεχνικοί ήρωες της Αναστασοπούλου αποκτούν σάρκα και οστά, ενώ η δράση τους παρουσιάζεται ολοζώντανη και εύλογη, καθώς τοποθετείται μέσα σε συμφραζόμενα τα οποία ενεργοποιούν εκείνες τις αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, που καθοδήγησαν τις σκέψεις και τις ενέργειες της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο αναγνώστης βλέπει μπρος στα μάτια του δράσεις και συμπεριφορές, ενώ στο backgroundδιακρίνει την κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής μας στην ολότητά της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ήρωες ζουν αλλεπάλληλες και ταυτόχρονες συγκρούσεις: από την μια η αγάπη, η αυθεντικότητα, η δίψα για ζωή με νόημα, η συνάντηση και ο έρωτας και από την άλλη η έλλειψη της αγάπης, η ψεύτικη ζωή, η καταπιεστική ανελευθερία, η αναχώρηση και οι χωρισμοί. Ας μην θεωρήσει κανείς ότι η δόμηση με βάση αυτούς τους αντιθετικούς άξονες κάνει την αφήγηση απλοϊκή και απλουστευτική. Στην ιστορία του Δυσσάκου δεν έχουμε τους καλούς από εδώ και τους κακούς από εκεί: έχουμε την τυραννία της επιβολής και της εξουσίας, περιβεβλημένης είτε ψυχολογικό είτε κοινωνικό μανδύα, η οποία διαποτίζει και διαπερνά με φανερό – κυρίως όμως με αδιόρατο τρόπο – τηνπεριπέτεια που ονομάζεται ανθρώπινη ζωή. Και οι ήρωες αντιμάχονται αυτόν ακριβώς τον ολοκληρωτισμό και την επιβολή.
Πώς κεντιέται όμως όλος αυτός ο αφηγηματικός καμβάς; Πώς καταφέρνει ο «Δυσσάκος» να δημιουργεί στον αναγνώστη μια διάθεση νοσταλγική και τρυφερή παρόλο που τα γεγονότα που ιστορούνται συντρίβουν τους ήρωες; Κατ’ αρχάς είναι το πηγαίο και αυθεντικό χιούμορ που διακρίνεται με σαφήνεια σε πολλά σημεία και δεν αφήνει την αφήγηση να μεταπέσει σε μελοδραματισμούς. Εκείνο όμως που εντυπωσιάζει και αποτελεί δείγμα μεγάλης ευαισθησίας της δημιουργού του, είναι η χρήση της εικόνας ως εκφραστικού εργαλείου. Θα ‘λεγε κανείς πως ο Δυσσάκος είναι φιλοτεχνημένος με κινηματογραφική ματιά: σε κάθε σελίδα ξεπηδούν εικόνες του Ταρκόφσκι και σκηνές των Ταβιάνι. Σε μια σκηνή λοιπόν ο παππούς Δυσσέας για να περνά την ώρα του «χαράζει με το σουγιά μια βέργα σχηματίζοντας στη φλούδα τετράγωνα, ρόμβους και κυκλάκια». Εκείνη την στιγμή έρχεται το πρώτο γράμμα από τον χαμένο από χρόνια γιο του με άσχημα νέα. Ο παππούς δεν μιλά· «... χάραξε ένα κυκλάκι στη φλούδα και στο κέντρο του έπεσε το δάκρυ που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ...».
Το ίδιο ποιητικός και ο χρονότοπος της αφήγησης που παραπέμπει σε μαγική λογοτεχνία, γεγονός που επιτείνεται από τα εξωτικά τοπωνύμια: Γκραντίσκα, Πραμόρτσα, ΚιάτραΝτισικιάτα. Οι ήρωες Πρωτεϊκοί όσο και ρεαλιστικοί: ο αναγνώστης μένει με την γόνιμη απορία για το ποιος από τα τρία πρόσωπα που εμφανίζονται με το ίδιο όνομα είναι το πρωταγωνιστικό: ο παππούς Δυσσέας, ο γιος Οδυσσέας ή ο εγγονός Δυσσάκος;
Ο Δυσσάκος είναι ένα αφήγημα με το οποίο ο αναγνώστης θα αισθανθεί απόλαυση, ενώ αυθόρμητα δεν θα μπορέσει να αποφύγει και το στοχασμό της ζωής των ηρώων του έργου αλλά και της δικής του ζωής. Είναι το αφήγημα των τελευταίων πενήντα χρόνων της ελληνικής κοινωνίας· στην εξιστόρηση αυτή ο καθένας μας θα διακρίνει με σαφήνεια τις υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τις σφραγίδες που έχουν τεθεί στις ζωές όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου