Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διηγήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

https://www.ethnos.gr/politismos/101186_i-eleni-anastasopoyloy-grafei-gia-pasha-i-koyloyritsa-me-kokkino-aygo 

 

Η Ελένη Αναστασοπούλου γράφει για το Πάσχα: Η κουλουρίτσα με το κόκκινο αυγό

Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ελένη Αναστασοπούλου, γράφει ένα διήγημα στο "Έθνος της Κυριακής" για το Πάσχα της καραντίνας

Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό.  Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν  εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν  οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς  παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.

Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια  και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.

Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και  στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να  τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους,  οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα  να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει  το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα  πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα  τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας  ενός στιβαρού οικοδομήματος.  Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε  ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της.  Η μύτη της,  πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα.  Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.

 Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα  και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς.  Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη  στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.

 Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της,  χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της  στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι  στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε!  Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν  και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν  τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.

 Είχαν πολλά χρόνια  ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό.  Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν  στο χωριό  οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν  από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν  τους πρόσφυγες,  γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ,  τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και  κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.

«Όλα τα φρούρια  έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων,  η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα  παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο,  γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό.  Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’  αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν  συνειδητοποιείς  ότι η  αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. 

Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή  στις  διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό  σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε  στην πίσω αυλή με τον  ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.

Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων,  υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές.  «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας  μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,  βουβό.

Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε.  Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές  κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι,  μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες,  της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε…  το σπιτικό τους σταυρώθηκε…

Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.

Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»

Η Ελένη Αναστασοπούλου γράφει για το Πάσχα: Η κουλουρίτσα με το κόκκινο αυγό

Η Ελένη Αναστασοπούλου γράφει για το Πάσχα: Η κουλουρίτσα με το κόκκινο αυγό

Τελευταία Ενημέρωση
Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ελένη Αναστασοπούλου, γράφει ένα διήγημα στο "Έθνος της Κυριακής" για το Πάσχα της καραντίνας

Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό.  Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν  εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν  οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς  παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.

Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια  και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.

Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και  στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να  τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους,  οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα  να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει  το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα  πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα  τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας  ενός στιβαρού οικοδομήματος.  Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε  ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της.  Η μύτη της,  πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα.  Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.

 Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα  και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς.  Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη  στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.

 Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της,  χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της  στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι  στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε!  Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν  και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν  τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.

 Είχαν πολλά χρόνια  ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό.  Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν  στο χωριό  οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν  από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν  τους πρόσφυγες,  γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ,  τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και  κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.

«Όλα τα φρούρια  έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων,  η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα  παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο,  γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό.  Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’  αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν  συνειδητοποιείς  ότι η  αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. 

Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή  στις  διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό  σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε  στην πίσω αυλή με τον  ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.

Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων,  υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές.  «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας  μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,  βουβό.

Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε.  Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές  κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι,  μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες,  της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε…  το σπιτικό τους σταυρώθηκε…

Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.

Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»

Τελευταία Ενημέρωση
Η εκπαιδευτικός και συγγραφέας, Ελένη Αναστασοπούλου, γράφει ένα διήγημα στο "Έθνος της Κυριακής" για το Πάσχα της καραντίνας

Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό.  Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν  εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν  οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς  παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.

Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια  και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.

Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και  στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να  τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους,  οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα  να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει  το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα  πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα  τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας  ενός στιβαρού οικοδομήματος.  Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε  ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της.  Η μύτη της,  πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα.  Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.

 Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα  και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς.  Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη  στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.

 Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της,  χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της  στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι  στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε!  Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν  και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν  τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.

 Είχαν πολλά χρόνια  ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό.  Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν  στο χωριό  οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν  από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν  τους πρόσφυγες,  γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ,  τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και  κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.

«Όλα τα φρούρια  έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων,  η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα  παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο,  γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό.  Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’  αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν  συνειδητοποιείς  ότι η  αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. 

Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή  στις  διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό  σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε  στην πίσω αυλή με τον  ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.

Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων,  υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές.  «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας  μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι,  βουβό.

Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε.  Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές  κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι,  μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες,  της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε…  το σπιτικό τους σταυρώθηκε…

Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.

Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»

 

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Κριτική για το Σκοτωμένο Νερό απο τον Δήμο Χλωπτσιούδη

Οι διηγηματογραφικοί νεωτερισμοί της Ελένης Αναστασοπούλου
απο τον Δήμο Χλωπτσιούδη στο

http://tovivlio.net/%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%BD%CE%B5%CF%81%CF%8C/

Το διήγημα αν και ανήκει στο κλασσικότερα λογοτεχνικά είδη του νεωτερισμού, είναι και εκείνο που δέχεται τους περισσότερους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, εκείνο που χωρά καινοτομίες. Στο πέρασμα των δεκαετιών έγινε ένα είδος σε συγγραφείς κι αναγνώστες, ακριβώς λόγω των νεωτερισμών του. Οι συγγραφείς είναι πιο ελεύθεροι να εκφραστούν φιλοσοφικά, να περιγράψουν κοινωνικά φαινόμενα και καταστάσεις, να πειραματιστούν στο ύφος και τη γραφή μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο της μικρής έκτασης. Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι διηγηματογράφοι που μειώνουν όλο και περισσότερο την έκταση του διηγήματος δημιουργώντας το υποείδος των μικροδιηγημάτων (flash story).
Μία τέτοια συλλογή είναι και το «σκοτωμένο νερό» της Ελένης Αναστασοπούλου (Γαβριηλίδης, 2013). Η συλλογή μπολιάζει την σύγχρονη διηγηματογραφία με καινοτόμες προσεγγίσεις. Ο υποβιβασμός του μύθου στο αναγκαίο κυτταρικό του επίπεδο και η αντικατάστασή του από την ψυχογράφηση του ήρωα, το απρόσμενο τέλος και η θεματική μετατόπιση του συγγραφικού ενδιαφέροντος είναι τα χαρακτηριστικά του πρώτο μέρους της συλλογής.
Αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι το "απρόσμενο" και η "μετατόπιση του θέματος". Σε αντίθεση με τη διηγηματογραφική παράδοση, κατά την οποία το κεντρικό θέμα του έργου τίθεται πριν ακόμη τη μέση, η συγγραφέας εκπλήσσει τον αναγνώστη. Όσο προχωρά η αφήγηση, το συγγραφικό ζητούμενο αλλάζει, μετατοπίζεται. Σε πολύ λίγα διηγήματα της ενότητας ο αναγνώστης συλλαμβάνει το κεντρικό θέμα πριν το τέλος. Ωστόσο, η μετατόπιση αυτή γίνεται με τέτοια φυσικότητα που δεν προκαλεί. Με την αξιοποίηση της προοικονομίας και της συνειρμικής σύνδεσης, όλα εξελίσσονται ομαλά. Το χιούμορ και ο σαρκασμός είναι μερικά ακόμα χαρακτηριστικά του ύφους της που λειτουργούν ως κονίαμα.
Σημαντικό είναι επίσης ότι δίνεται έμφαση στο συναίσθημα κι όχι στο μύθο. Πολλές δημιουργίες δεν είναι καν διηγήματα (με τον αυστηρό ορισμό). Απουσιάζει εντελώς η πλοκή ή είναι υποτυπώδης. Αυτά τα αφηγήματα πλησιάζουν περισσότερο στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου. Είναι κρίσεις, αναμνήσεις συχνά ως ένα πεζογραφικό οδοιπορικό με συνειρμική σύνδεση. Ωστόσο, η ζωντάνια της γλώσσας και η ποιητική γραφή δένουν αρμονικά τα αφηγήματα αυτά μέσα στη συλλογή, ως μικρές παρεκβάσεις ανασκόπησης του κοινωνικού παρόντος και του βαθύτερου ψυχισμού των ανθρώπων.
Παράλληλα, καινοτόμα είναι η διάκριση παρόντος και παρελθόντος που ταυτίζονται με τις δύο ανεξάρτητες ενότητες. Το πρώτο -άτιτλο- μέρος είναι μία διαδρομή στο παρόν. Μικρές ιστορίες, σύντομες ανατρεπτικές ματιές της κοινωνίας. Συχνά χωρίς πλοκή, δίνεται έμφαση στην ψυχολογία του ήρωα. Στο δεύτερο μέρος (σκοτωμένο νερό) οι ιστορίες διαδραματίζονται στο παρελθόν. Η πλοκή υπάρχει, αλλά και πάλι τίθεται σε δεύτερο επίπεδο. Το παρελθόν ενός χωριού αναβιώνει μέσα από ατομικές ιστορίες μετανάστευσης, αγώνα για κοινωνική επιβίωση λόγω διαφορετικότητας, έρωτα, πολιτικών συγκρούσεων.
Παράλληλα, το εφεύρημα μιας ενότητας (της δεύτερης) συναποτελούμενης από αυτόνομα διηγήματα που εξελίσσονται σε κοινό χώρο με κοινά πρόσωπα και διασταυρούμενες -κοινές- καταστάσεις, αντικαθιστά την απουσία πλοκής και δίνει την ψευδαίσθηση μιας ενιαίας ιστορίας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ευρηματικό τέχνασμα της συνύπαρξης σε μια συλλογή έργων ανεξάρτητων μεταξύ τους που όμως καλύπτουν κοινά βιώματα, πρόσωπα και τόπο. Αν και διατηρείται η διηγηματογραφική αυτονομία, εντούτοις όλα κινούνται στον ίδιο χώρο, με κοινά πρόσωπα σε ακτινωτή σύνδεση των ατομικών ιστοριών όπως ακριβώς οι κοινωνικές σχέσεις.
Η πλοκή -αν και περιορισμένη στη λογική της πληρότητας του διηγήματος- στο πλαίσιο της ενότητας είναι υπαρκτή και φωτίζει όλες τις πτυχές των κοινωνικών σχέσεων στο αφηγούμενο χωριό. Σύντομα διηγήματα, που θα μπορούσαν να ειδωθούν ως μικρά κεφάλαια μιας νουβέλας, δημιουργούν το ψηφιδωτό μιας μικρογραφίας της κοινωνίας στοιβαγμένης σε ένα τυπικό ελληνικό χωριό, αποσπασματικές ματιές της ζωής ενός χωριού. Η ταβέρνα, οι ενοχές και οι φυλακίσεις, ο ρατσισμός και η διαφορετικότητα, τα πολιτικά και τα ερωτικά πάθη, οι μικρές ιστορίες που στιγματίζουν τα άτομα και διαμορφώνουν τις κοινωνικές σχέσεις ενός χωριού.
Η συγγραφέας μεταχειρίζεται με ευελιξία μια πλούσια ποικιλία συγγραφικής γλώσσας. Σε ορισμένα διηγήματα κυριαρχεί η αφήγηση και η περιγραφή. Η ποιητική διατύπωση είναι το κύριο στοιχείο της. Πειραματίζεται με όλες τις αφηγηματικές τεχνικές (διάλογο, προοικονομία, διάθλαση αφηγηματικού χρόνου, αναδρομές). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνυπάρχει με τον παντογνώστη παρατηρητή, αλλά είναι πάντα μονομερής, καθώς δίνεται από την οπτική ενός προσώπου. Η μονοεστιακή αφήγηση σε συνδυασμό με το α΄ γραμματικό πρόσωπο δημιουργεί την αίσθηση της εξομολόγησης, βυθίζοντας τη μυθοπλασία σε ένα ψευδές ύφος απομνημονευμάτων. Ο μικροπερίοδος λόγος ενισχύει την προφορικότητα της γλώσσας.

Κινεί τον -υποτυπώδη αναγκαίο-  μύθο με ταχύτητα και δημιουργεί ένα αίσθημα οικειότητας στο ύφος του. Σε άλλα διηγήματα κυριαρχεί ο διάλογος, σα σε θεατρικά αποσπάσματα, σα σε μικρά μονόπρακτα. Οι στιχομυθίες όχι μόνο υποστηρίζουν το ύφος του "απρόσμενου" με τη διαλογική ζωντάνια, αλλά και συμβάλλουν στην αρτιότερη έκφραση του συναισθήματος.
Από τον τίτλο ακόμα η συλλογή ξαφνιάζει. Το τόσο ζωογόνο νερό, στον τίτλο είναι σκοτωμένο. Μία ξύλινη πινακίδα στο εξώφυλλο όμως ξαφνιάζει, αφού παραπέμπει σε πραγματικό τοπωνύμιο. Είναι ένας μικρός και ισχυρός καταρράκτης στο Δίλοφο (πατρίδα της συγγραφέως). Η ίδια η συλλογή σκιαγραφεί τις ζωές και τον ψυχισμό ανθρώπων που παρασέρνονται από τον καταρράκτη της ζωής μέσα στη σύντομη διηγηματογραφική καταγραφή τους. Ταυτόχρονα, όμως δηλώνεται και η χωρική ταυτότητα της συλλογής και της έμπνευσης της Αναστασοπούλου.




Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Κριτική για το βιβλίο "Σκοτωμένο Νερό" στην Εφημεριδα "Αυγή" 12-1-14

Καθάρια και πόσιμα νερά. Εφημερίδα "Αυγή"
"Για να κλείσω, στο "Σκοτωμένο νερό" η γραφή πηγάζει σε πείσμα του τίτλου σαν καθάριο και πόσιμο νερό που αντλείται δίχως βιασύνες, εκβιασμούς και θορύβους από μία και μόνη ανάγκη – μιλάω για την ανάγκη της έκφρασης μιας συσσωρευμένης εμπειρίας και ενός συγκεντρωμένου υλικού ύστερα από την πολύχρονη ωρίμανσή τους. Ως πρώτο βιβλίο καταφέρνει, παρά τις όποιες αδυναμίες, να θέσει αρκετά ψηλά τον συγγραφικό πήχη και να σημαδέψει έναν ανοιχτό ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών για ό,τι θα ακολουθήσει. Κι αυτό με τη σειρά του, ας το σημειώσω με έμφαση, συνομολογεί ερήμην της συγγραφέα μία δέσμευση με τον υποψιασμένο αναγνώστη."
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Το Σκοτωμένο Νερό ως Schisandra chinensis απο τον Ν. Μπαλιάκα



Schisandra chinensis


Η Schisandra chinensis ή επί το ελληνικώτερον Σχιζάνδρα η κινεζική, είναι ένα από τα φυτά υπερτροφές όχι τόσο γνωστό μέχρι στιγμής στο ευρύτερο κοινό, αλλά αναντικατάστατο πανάρχαιο βοήθημα στην κινεζική εναλλακτική ιατρική. Οι μικροί κατακόκκινοι καρποί της ωριμάζουν σε τσαμπί. Η γεύση τους έχει ένα μείγμα από ξινό, γλυκό, αλμυρό, καυτό, και πικρό ταυτόχρονα. Αυτή ήταν και η πρώτη αίσθηση που με κυρίεψε σαν έκλεισα το οπισθόφυλλο του «Σκοτωμένου Νερού» ολοκληρώνοντας την ανάγνωση. Ένα τσαμπί διηγήματα με τις πέντε γεύσεις ατάκτως και με άνισες δόσεις αναμεμειγμένες, και μια επίγευση από ανατριχιασμένη απώλεια.  Η πρώτη σκέψη, η πρώτη όσφρηση, η πρώτη φαντασίωση. Άλλωστε αυτό το πρώτο συναίσθημα συνήθως έχει και την μεγαλύτερη σημασία. Το δεύτερο, το τρίτο μετά, αφορούνε πλέον την  διύλιση, την απομυθοποίηση και την διαλογή των κειμένων και κατά πως ο καθένας θα τα φορέσει μέσα του ή έξω του, ή και ενδεχομένως να τα απορρίψει.
Καθαρή γραφή, ισορροπημένη, χωρίς εικοτολογίες και περιττές λογοτεχνικές ακροβασίες, οδηγεί την εκάστοτε υποκειμενική  ερμηνεία του αναγνώστη μέσα σε μια ταλάντωση μεταξύ περιγραφικής καθημερινότητας και εξασθενημένου πλην τίμιου και χωρίς διάθεση ειρωνείας σαρκασμού, ο οποίος ενίοτε μετατρέπεται σε υφέρποντα αυτοσαρκασμό, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης μιας εσωτερικής διαχείρισης της συγγραφέως, κυρίως από την σκοπιά του αποστασιοποιημένου παρατηρητή.
Οι γραμμένες εικόνες της, δίνουν μια αίσθηση ασπρόμαυρων φωτογραφιών επιχρωματισμένων όμως με τον παλιό εκείνο τρόπο του χεριού, και της τετραχρωμίας, που δεν μπορούν να κρύψουν ούτε να απαλύνουν τα βλέμματα των φωτογραφημένων. Εκείνα τα τρομερά, άψυχα και αδιάφορα βλέμματα που πάντα κοιτάνε κάτι πίσω σου. Μακρυά. Και κάθε φορά που τελείωνα ένα διήγημα, φρόντιζα πριν ανάψω το επόμενο, να κοιτάξω γύρω μου να δω αν κανείς, και από που στο διάολο με  κοιτούσε.
Ο ποιητής Βασίλης Σιουζούλης στην κριτική του στην εφημερίδα Ελευθερία της Λάρισας αναφέρει μεταξύ άλλων ιδιαίτερα σημαντικών, πως το βιβλίο είναι «Γνήσια ερωτικό, γυναικείο, πέρα, πέρα, αληθινό. Περπατάει χωρίς φερετζέ. Σεμνό όχι σεμνότυφο». Εγώ σήμερα εν μέρει θα τοποθετηθώ διαφορετικά. Δεν είναι ακριβώς γυναικείο, είναι ανθρώπινο. Είναι πολύ πολύ μακρυά από εκείνη την γνωστή και απόλυτα ανιχνεύσιμη γυναικεία πένα η οποία δεκαετίες τώρα ομφαλοσκοπεί γύρω από υπερτονισμένες συναισθηματικές και μόνο εσωστρέφειες, αναπαράγοντας, σχεδόν φωτοαντιγράφοντας, την ίδια κλισέ θεματολογία. Αλλά ούτε και τόσο ερωτικό κατά την δική μου πρώτη προσέγγιση. Όχι τουλάχιστον με την πρώτη αίσθηση που νοιώθουμε σήμερα όταν ακούμε την λέξη ερωτικό. Εδώ ο έρωτας είναι ξεβράκωτος και παίζει με τις λάσπες έξω σε μια αλάνα. Όποιος τολμάει ας τον πάρει στα χέρια του να τον πλύνει.
Σε μια πρώτη κατ’ ιδίαν συζήτηση με την Ελένη της είπα πως έχει ένα «αντράκι» μέσα της κάτι που τουλάχιστον προσέλαβα από τις αναγνώσεις μου. Γενικά ο λόγος της, όπως λέμε στην αργκό, «δεν μασάει». Απουσιάζουν παντελώς, και ευτυχώς δηλαδή οι χαριτωμενιές και οι γλυκανάλατες κραυγούλες και ρομαντικές λιγοθυμίες. Ακολουθεί υποδειγματικά  ένα στιβαρό μοντέλο διήγησης με εκφορά λόγου απόλυτα κατανοητή. Αποδέχεται τον χωροχρονικό τροχό στο κύλισμά του και παράγει ή αναπαράγει τους χαρακτήρες της με πραότητα, τίμια προσέγγιση, με καθαρές γραμμές, χωρίς οίκτους, μεμψιμοιρίες και ανάλογες χαζοηθικές αηδίες προκειμένου να προκαλέσει την συναισθηματική αφύπνιση του αναγνώστη. Η πλοκή, η ροή και οι χαρακτήρες αρκούν. Τους υπηρετεί μέσα από ένα κείμενο από το οποίο απουσιάζουν οι ακμές, ρέει αβίαστα, κελαρύζει σχεδόν εξαχνωμένο, όπως ο χείμαρρος  Σκοτωμένο Νερό στο Βόϊο, χωρίς την παραμικρή λυρική διάθεση. Παρόλα αυτά είναι εξόχως κοφτερό αλλά και παράδοξα μη φονικό. Από τα πρόσωπά της κλέβει στιγμές της ζωής τους, τις κορνιζάρει σε μεταλλικές κορνίζες και τις καρφώνει με δυνατά χτυπήματα, μεθοδικά, τελεσίδικα, πάνω σε έναν τοίχο πυκνής, τρομώδους ηθικής, η οποία συστηματικά υπονομεύει την ζωή τους.
Ο Μίμης, ο/η Πάτσιαβους, ο Σωτήρης ο Σάλιαγκας, η Αργυρώ, ο Λάκης ή ο επί το θρησκευτικώτερο Ιεροκλής, η πόρνη, η Μυρτώ, ο Σταμάτης που έγινε Στράτος, κλπ, χαρακτήρες μονολιθικοί, σιωπηλοί, περήφανοι, αξιοπρεπέστατοι, υπαρκτοί. Χαρακτήρες που όλοι μας κάποτε προσπεράσαμε αδιάφορα στην αποστειρωμένη καθημερινότητά μας έστω και μια φορά στην ζωή μας. Δεν προκαλούν λύπηση, συναισθήματα καρτερίας και συμπαράστασης. Δεν είναι καημένοι, δεν είναι αναξιοπαθούντες, δεν είναι θλιβεροί. Μοιάζουν σκιές σαρκωμένες. Σκιές που αγγίζονται, αν αυτό ποτέ μπορούσε να είναι δυνατόν, που ψηλαφίζονται, που συμπεριφέρονται. Σκιές αποκομμένες από τον σκιορίχτη τους. Ταξιδιάρες στα παράλληλα υφέρποντα συμβάντα των διηγηματικών  μικρόκοσμων της Ελένης. Τις αισθάνεσαι να διασχίζουν τους δρόμους με τα αυτοκίνητα  να περνούν μέσα τους. Σκιές που διαπερνούν ανενόχλητες τοίχους, αντικείμενα, αναμνήσεις. Ένα ολόκληρο λυκοφωτισμένο ιδιόχρονο και άχρονο παράλληλο σύμπαν, ουδέτερο, φωτογραφικό, μονοδιάστατο μα και παράδοξα παλλόμενο και πότε σφριγηλό. Μια ολόκληρη μετανάστευση ψυχών σε έναν αέναο ατέρμονο βηματισμό σχεδόν τελετουργικό. Μια μετανάστευση χωρίς κλισέ συναισθήματα, χωρίς ανόητες και φλύαρες λογοτεχίζουσες κορώνες, χωρίς αποχαιρετιστήρια μαντήλια να ανεμίζουν λυγμούς και δάκρυα. Οι διάσπαρτοι αφορισμοί σε καμία περίπτωση δεν προβάλλονται με την ξιπασιά μιας σύγχρονης δοκησίσοφης αμετροεπούς φιλοσόφου, αλλά με εκείνο τον τρόπο που τον βλέπεις γρατσουνισμένο στους τοίχους και στα παγκάκια προκειμένου να διαπιστώσει το νομοτελειακό των δικών της ορίων.
Η συγγραφική της είναι εξόχως εικονιστική με σιωπηλές κραυγές οι οποίες είναι συνήθως και οι πιο εκκωφαντικές. Αν θα μπορούσαν να περιγραφούν θα ήταν όπως εκείνη η στιγμή όταν κλείνουμε τα αυτιά μας και μιλάμε μέσα μας, σε έναν εαυτό δικαστή που μας κοιτάζει ψυχρά από απέναντι. Ακίνητος! Αυτό συναινεί και στην εν μέρει κινηματογραφική γραφή αφού η Ελένη μοιάζει κλεισμένη  στο δωμάτιο του μοντάζ μοντάροντας με σπουδή σπαράγματα παλαιών φιλμ και βιντεοκασετών για να φτάσει στο μικροαστικό, ημι-επαρχιακό μα και αβάσταχτα τρυφερό, ήσυχο και ανθρώπινο φινάλε. Και μετά, με τον καφέ στο χέρι, σου λέει εγώ αυτό έφτιαξα. Και έτσι είναι για εμένα. Δεν αλλάζει. Τώρα πάρε το εσύ και κάνε το δικό σου. Αν τολμάς. Η αν δεν το θέλεις πέτα το. Για μένα, πάλι έτσι θα είναι.
Το δέος της απλότητας

Νίκος Μπαλιάκας, Ανθρωπ. επιστήμες-Ελληνικός πολιτισμός
Καστοριά 13/12/2013