Οι διηγηματογραφικοί νεωτερισμοί της Ελένης Αναστασοπούλου
απο τον Δήμο Χλωπτσιούδη στο
http://tovivlio.net/%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%BD%CE%B5%CF%81%CF%8C/
απο τον Δήμο Χλωπτσιούδη στο
http://tovivlio.net/%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF-%CE%BD%CE%B5%CF%81%CF%8C/
Το
διήγημα αν και ανήκει στο κλασσικότερα λογοτεχνικά είδη του
νεωτερισμού, είναι και εκείνο που δέχεται τους περισσότερους
καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, εκείνο που χωρά καινοτομίες. Στο πέρασμα
των δεκαετιών έγινε ένα είδος σε συγγραφείς κι αναγνώστες, ακριβώς λόγω
των νεωτερισμών του. Οι συγγραφείς είναι πιο ελεύθεροι να εκφραστούν
φιλοσοφικά, να περιγράψουν κοινωνικά φαινόμενα και καταστάσεις, να
πειραματιστούν στο ύφος και τη γραφή μέσα στο περιορισμένο πλαίσιο της
μικρής έκτασης. Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι διηγηματογράφοι που μειώνουν
όλο και περισσότερο την έκταση του διηγήματος δημιουργώντας το υποείδος
των μικροδιηγημάτων (flash story).
Μία τέτοια συλλογή είναι και το «σκοτωμένο νερό» της Ελένης Αναστασοπούλου
(Γαβριηλίδης, 2013). Η συλλογή μπολιάζει την σύγχρονη διηγηματογραφία
με καινοτόμες προσεγγίσεις. Ο υποβιβασμός του μύθου στο αναγκαίο
κυτταρικό του επίπεδο και η αντικατάστασή του από την ψυχογράφηση του
ήρωα, το απρόσμενο τέλος και η θεματική μετατόπιση του συγγραφικού
ενδιαφέροντος είναι τα χαρακτηριστικά του πρώτο μέρους της συλλογής.
Αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι το "απρόσμενο" και η "μετατόπιση του θέματος". Σε αντίθεση με τη διηγηματογραφική παράδοση, κατά την οποία το κεντρικό θέμα του έργου τίθεται πριν ακόμη τη μέση, η συγγραφέας εκπλήσσει τον αναγνώστη. Όσο προχωρά η αφήγηση, το συγγραφικό ζητούμενο αλλάζει, μετατοπίζεται. Σε πολύ λίγα διηγήματα της ενότητας ο αναγνώστης συλλαμβάνει το κεντρικό θέμα πριν το τέλος. Ωστόσο, η μετατόπιση αυτή γίνεται με τέτοια φυσικότητα που δεν προκαλεί. Με την αξιοποίηση της προοικονομίας και της συνειρμικής σύνδεσης, όλα εξελίσσονται ομαλά. Το χιούμορ και ο σαρκασμός είναι μερικά ακόμα χαρακτηριστικά του ύφους της που λειτουργούν ως κονίαμα.
Σημαντικό είναι επίσης ότι δίνεται έμφαση στο συναίσθημα κι όχι στο μύθο. Πολλές δημιουργίες δεν είναι καν διηγήματα (με τον αυστηρό ορισμό). Απουσιάζει εντελώς η πλοκή ή είναι υποτυπώδης. Αυτά τα αφηγήματα πλησιάζουν περισσότερο στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου. Είναι κρίσεις, αναμνήσεις συχνά ως ένα πεζογραφικό οδοιπορικό με συνειρμική σύνδεση. Ωστόσο, η ζωντάνια της γλώσσας και η ποιητική γραφή δένουν αρμονικά τα αφηγήματα αυτά μέσα στη συλλογή, ως μικρές παρεκβάσεις ανασκόπησης του κοινωνικού παρόντος και του βαθύτερου ψυχισμού των ανθρώπων.
Παράλληλα, καινοτόμα είναι η διάκριση παρόντος και παρελθόντος που ταυτίζονται με τις δύο ανεξάρτητες ενότητες. Το πρώτο -άτιτλο- μέρος είναι μία διαδρομή στο παρόν. Μικρές ιστορίες, σύντομες ανατρεπτικές ματιές της κοινωνίας. Συχνά χωρίς πλοκή, δίνεται έμφαση στην ψυχολογία του ήρωα. Στο δεύτερο μέρος (σκοτωμένο νερό) οι ιστορίες διαδραματίζονται στο παρελθόν. Η πλοκή υπάρχει, αλλά και πάλι τίθεται σε δεύτερο επίπεδο. Το παρελθόν ενός χωριού αναβιώνει μέσα από ατομικές ιστορίες μετανάστευσης, αγώνα για κοινωνική επιβίωση λόγω διαφορετικότητας, έρωτα, πολιτικών συγκρούσεων.
Παράλληλα, το εφεύρημα μιας ενότητας (της δεύτερης) συναποτελούμενης από αυτόνομα διηγήματα που εξελίσσονται σε κοινό χώρο με κοινά πρόσωπα και διασταυρούμενες -κοινές- καταστάσεις, αντικαθιστά την απουσία πλοκής και δίνει την ψευδαίσθηση μιας ενιαίας ιστορίας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ευρηματικό τέχνασμα της συνύπαρξης σε μια συλλογή έργων ανεξάρτητων μεταξύ τους που όμως καλύπτουν κοινά βιώματα, πρόσωπα και τόπο. Αν και διατηρείται η διηγηματογραφική αυτονομία, εντούτοις όλα κινούνται στον ίδιο χώρο, με κοινά πρόσωπα σε ακτινωτή σύνδεση των ατομικών ιστοριών όπως ακριβώς οι κοινωνικές σχέσεις.
Η πλοκή -αν και περιορισμένη στη λογική της πληρότητας του διηγήματος- στο πλαίσιο της ενότητας είναι υπαρκτή και φωτίζει όλες τις πτυχές των κοινωνικών σχέσεων στο αφηγούμενο χωριό. Σύντομα διηγήματα, που θα μπορούσαν να ειδωθούν ως μικρά κεφάλαια μιας νουβέλας, δημιουργούν το ψηφιδωτό μιας μικρογραφίας της κοινωνίας στοιβαγμένης σε ένα τυπικό ελληνικό χωριό, αποσπασματικές ματιές της ζωής ενός χωριού. Η ταβέρνα, οι ενοχές και οι φυλακίσεις, ο ρατσισμός και η διαφορετικότητα, τα πολιτικά και τα ερωτικά πάθη, οι μικρές ιστορίες που στιγματίζουν τα άτομα και διαμορφώνουν τις κοινωνικές σχέσεις ενός χωριού.
Αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι το "απρόσμενο" και η "μετατόπιση του θέματος". Σε αντίθεση με τη διηγηματογραφική παράδοση, κατά την οποία το κεντρικό θέμα του έργου τίθεται πριν ακόμη τη μέση, η συγγραφέας εκπλήσσει τον αναγνώστη. Όσο προχωρά η αφήγηση, το συγγραφικό ζητούμενο αλλάζει, μετατοπίζεται. Σε πολύ λίγα διηγήματα της ενότητας ο αναγνώστης συλλαμβάνει το κεντρικό θέμα πριν το τέλος. Ωστόσο, η μετατόπιση αυτή γίνεται με τέτοια φυσικότητα που δεν προκαλεί. Με την αξιοποίηση της προοικονομίας και της συνειρμικής σύνδεσης, όλα εξελίσσονται ομαλά. Το χιούμορ και ο σαρκασμός είναι μερικά ακόμα χαρακτηριστικά του ύφους της που λειτουργούν ως κονίαμα.
Σημαντικό είναι επίσης ότι δίνεται έμφαση στο συναίσθημα κι όχι στο μύθο. Πολλές δημιουργίες δεν είναι καν διηγήματα (με τον αυστηρό ορισμό). Απουσιάζει εντελώς η πλοκή ή είναι υποτυπώδης. Αυτά τα αφηγήματα πλησιάζουν περισσότερο στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου. Είναι κρίσεις, αναμνήσεις συχνά ως ένα πεζογραφικό οδοιπορικό με συνειρμική σύνδεση. Ωστόσο, η ζωντάνια της γλώσσας και η ποιητική γραφή δένουν αρμονικά τα αφηγήματα αυτά μέσα στη συλλογή, ως μικρές παρεκβάσεις ανασκόπησης του κοινωνικού παρόντος και του βαθύτερου ψυχισμού των ανθρώπων.
Παράλληλα, καινοτόμα είναι η διάκριση παρόντος και παρελθόντος που ταυτίζονται με τις δύο ανεξάρτητες ενότητες. Το πρώτο -άτιτλο- μέρος είναι μία διαδρομή στο παρόν. Μικρές ιστορίες, σύντομες ανατρεπτικές ματιές της κοινωνίας. Συχνά χωρίς πλοκή, δίνεται έμφαση στην ψυχολογία του ήρωα. Στο δεύτερο μέρος (σκοτωμένο νερό) οι ιστορίες διαδραματίζονται στο παρελθόν. Η πλοκή υπάρχει, αλλά και πάλι τίθεται σε δεύτερο επίπεδο. Το παρελθόν ενός χωριού αναβιώνει μέσα από ατομικές ιστορίες μετανάστευσης, αγώνα για κοινωνική επιβίωση λόγω διαφορετικότητας, έρωτα, πολιτικών συγκρούσεων.
Παράλληλα, το εφεύρημα μιας ενότητας (της δεύτερης) συναποτελούμενης από αυτόνομα διηγήματα που εξελίσσονται σε κοινό χώρο με κοινά πρόσωπα και διασταυρούμενες -κοινές- καταστάσεις, αντικαθιστά την απουσία πλοκής και δίνει την ψευδαίσθηση μιας ενιαίας ιστορίας. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ευρηματικό τέχνασμα της συνύπαρξης σε μια συλλογή έργων ανεξάρτητων μεταξύ τους που όμως καλύπτουν κοινά βιώματα, πρόσωπα και τόπο. Αν και διατηρείται η διηγηματογραφική αυτονομία, εντούτοις όλα κινούνται στον ίδιο χώρο, με κοινά πρόσωπα σε ακτινωτή σύνδεση των ατομικών ιστοριών όπως ακριβώς οι κοινωνικές σχέσεις.
Η πλοκή -αν και περιορισμένη στη λογική της πληρότητας του διηγήματος- στο πλαίσιο της ενότητας είναι υπαρκτή και φωτίζει όλες τις πτυχές των κοινωνικών σχέσεων στο αφηγούμενο χωριό. Σύντομα διηγήματα, που θα μπορούσαν να ειδωθούν ως μικρά κεφάλαια μιας νουβέλας, δημιουργούν το ψηφιδωτό μιας μικρογραφίας της κοινωνίας στοιβαγμένης σε ένα τυπικό ελληνικό χωριό, αποσπασματικές ματιές της ζωής ενός χωριού. Η ταβέρνα, οι ενοχές και οι φυλακίσεις, ο ρατσισμός και η διαφορετικότητα, τα πολιτικά και τα ερωτικά πάθη, οι μικρές ιστορίες που στιγματίζουν τα άτομα και διαμορφώνουν τις κοινωνικές σχέσεις ενός χωριού.
Η
συγγραφέας μεταχειρίζεται με ευελιξία μια πλούσια ποικιλία συγγραφικής
γλώσσας. Σε ορισμένα διηγήματα κυριαρχεί η αφήγηση και η περιγραφή. Η
ποιητική διατύπωση είναι το κύριο στοιχείο της. Πειραματίζεται με όλες
τις αφηγηματικές τεχνικές (διάλογο, προοικονομία, διάθλαση αφηγηματικού
χρόνου, αναδρομές). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συνυπάρχει με τον παντογνώστη
παρατηρητή, αλλά είναι πάντα μονομερής, καθώς δίνεται από την οπτική
ενός προσώπου. Η μονοεστιακή αφήγηση σε συνδυασμό με το α΄ γραμματικό
πρόσωπο δημιουργεί την αίσθηση της εξομολόγησης, βυθίζοντας τη
μυθοπλασία σε ένα ψευδές ύφος απομνημονευμάτων. Ο μικροπερίοδος λόγος
ενισχύει την προφορικότητα της γλώσσας.
Κινεί
τον -υποτυπώδη αναγκαίο- μύθο με ταχύτητα και δημιουργεί ένα αίσθημα
οικειότητας στο ύφος του. Σε άλλα διηγήματα κυριαρχεί ο διάλογος, σα σε
θεατρικά αποσπάσματα, σα σε μικρά μονόπρακτα. Οι στιχομυθίες όχι μόνο
υποστηρίζουν το ύφος του "απρόσμενου" με τη διαλογική ζωντάνια, αλλά και
συμβάλλουν στην αρτιότερη έκφραση του συναισθήματος.
Από
τον τίτλο ακόμα η συλλογή ξαφνιάζει. Το τόσο ζωογόνο νερό, στον τίτλο
είναι σκοτωμένο. Μία ξύλινη πινακίδα στο εξώφυλλο όμως ξαφνιάζει, αφού
παραπέμπει σε πραγματικό τοπωνύμιο. Είναι ένας μικρός και ισχυρός
καταρράκτης στο Δίλοφο (πατρίδα της συγγραφέως). Η ίδια η συλλογή
σκιαγραφεί τις ζωές και τον ψυχισμό ανθρώπων που παρασέρνονται από τον
καταρράκτη της ζωής μέσα στη σύντομη διηγηματογραφική καταγραφή τους.
Ταυτόχρονα, όμως δηλώνεται και η χωρική ταυτότητα της συλλογής και της
έμπνευσης της Αναστασοπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου