http://www.bibliotheque.gr/article/43573
Οταν ο θυμός και η θλίψη ξεχειλίζει και δεν υπάρχουν λέξεις να τα εκφράσεις γιατί οι λέξεις έχασαν το νόημά τους απ' την αλόγιστη χρήση τότε ανατρέχεις, με δέος, σ΄εκεινους που τα έχουν πρωτοπεί και τα έχουν πει όλα...
Ομήρου Οδυσσειάς
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή
1938 ( Όγδοη και τελική μορφή)
- Πως φτάνεις ζωντανός στ᾿ ανήλιαγα σκοτάδια κάτω, γιε μου;
Στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ᾿ αντικρίζουν τούτα’
δε γίνεται να τα διαβεί κανένας - Η ανάγκη, μάνα, με κατέβασε στον Κάτω Κόσμο τώρα
ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου
έφτασε η ψυχή (του Αλέξανδρου), του συντρόφου μου᾿
κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
« (Αλέξανδρε )στο ανήλιαγο σκοτάδι, πως κατέβηςπεζός εσύ; ”
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
«Θεού βουλή κακιά με αφάνισε. (Μα) να θυμηθείς και μένα
μνημούρι ασκώσετέ μου του δύστυχου, που κι οι μελλούμενες γενιές
να μου θυμούνται. Κι ως τούτα πια τελέψεις, κάρφωσε κι ένα κουπί στο μνήμα,
αυτό που ζώντας είχα κι έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.» Όλα όσα γύρεψες, βαριόμοιρε, θα κάμω απ᾿ άκρη ως άκρη
Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας, (μάνα) -Μα εσύ, (γιε μου,) θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικίες τους όλες; Τώρα στο φως μιαν ώρα αρχύτερα κοίτα ν᾿ ανέβεις, και πρόσφερε θυσίες
μεγάλες (τι) στέκει ένας θεός στο δρόμο σου᾿ τι σου ‘χει μάνητα.
(Ετσι)ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα ‘ρθει να σε ‘βρει αλάργα
μες σε βαθιά καλά γεράματα. Μπροστά μου την ψυχή της μάνας θωρώ κι ουδέ βαστάει
τα μάτια στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει.
(Γιατί) οι μέρες διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες
(κι ούτ’ είδε)μάντη να ‘ρχεται, ρηγάρχη, ν᾿ αντικρίσει,
που θα σου πει ποιος θα ‘ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος
και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι᾿
και μπήκαμε κι ατοί μας βαριά θλιμμένοι,
και τα μάτια μας πλημμύρισαν στο κλάμα
-τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα
ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι.
οὔ πως ἔστι περῆσαι -μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀίδαο
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
τοὺς δ᾿ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν,
«πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου:
τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;
ἔφθης πεζὸς ἰὼν
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ:
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο.
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς,
ἀνδρὸς δυστήνοιο καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾿ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν.’ ‘ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.’
εἴδωλον δ᾿ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾿ ἀγόρευεν: - ἀλλ᾿ ἦ τοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών
ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο
οἴκαδ᾿ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾿ ἱερᾶς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι
τὸν δέ τοι ἀργαλέον θήσει θεός χωόμενος
θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ ἀβληχρὸς
μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ
γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον μητρὸς τήνδ᾿ ὁρόω ψυχὴν
, οὐδ᾿ ἑὸν υἱὸν
ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο
Μάντις ἐλεύσεται ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ’
έτρα κελεύθου ἐν δ᾿ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ Ἀ βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες
Οταν ο θυμός και η θλίψη ξεχειλίζει και δεν υπάρχουν λέξεις να τα εκφράσεις γιατί οι λέξεις έχασαν το νόημά τους απ' την αλόγιστη χρήση τότε ανατρέχεις, με δέος, σ΄εκεινους που τα έχουν πρωτοπεί και τα έχουν πει όλα...
Ομήρου Οδυσσειάς
Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή
1938 ( Όγδοη και τελική μορφή)
- Πως φτάνεις ζωντανός στ᾿ ανήλιαγα σκοτάδια κάτω, γιε μου;
Στους ζωντανούς είναι ανημπόρετο να τ᾿ αντικρίζουν τούτα’
δε γίνεται να τα διαβεί κανένας - Η ανάγκη, μάνα, με κατέβασε στον Κάτω Κόσμο τώρα
ως πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι,
τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου
έφτασε η ψυχή (του Αλέξανδρου), του συντρόφου μου᾿
κι όπως τον είδα, τον συμπόνεσα, τα κλάματα με πήραν,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα του συντυχαίνω λόγια:
« (Αλέξανδρε )στο ανήλιαγο σκοτάδι, πως κατέβηςπεζός εσύ; ”
Σαν είπα τούτα, εκείνος βόγγηξε κι αυτά μου απηλογήθη:
«Θεού βουλή κακιά με αφάνισε. (Μα) να θυμηθείς και μένα
μνημούρι ασκώσετέ μου του δύστυχου, που κι οι μελλούμενες γενιές
να μου θυμούνται. Κι ως τούτα πια τελέψεις, κάρφωσε κι ένα κουπί στο μνήμα,
αυτό που ζώντας είχα κι έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.» Όλα όσα γύρεψες, βαριόμοιρε, θα κάμω απ᾿ άκρη ως άκρη
Τέτοιες κουβέντες συναλλάζαμε λυπητερές οι δυο μας, (μάνα) -Μα εσύ, (γιε μου,) θα γδικιωθείς διαγέρνοντας τις αδικίες τους όλες; Τώρα στο φως μιαν ώρα αρχύτερα κοίτα ν᾿ ανέβεις, και πρόσφερε θυσίες
μεγάλες (τι) στέκει ένας θεός στο δρόμο σου᾿ τι σου ‘χει μάνητα.
(Ετσι)ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα ‘ρθει να σε ‘βρει αλάργα
μες σε βαθιά καλά γεράματα. Μπροστά μου την ψυχή της μάνας θωρώ κι ουδέ βαστάει
τα μάτια στο γιο της να στυλώσει αντίκρυ του και να του κουβεντιάσει.
(Γιατί) οι μέρες διάβηκαν και κύλησαν οι μήνες
(κι ούτ’ είδε)μάντη να ‘ρχεται, ρηγάρχη, ν᾿ αντικρίσει,
που θα σου πει ποιος θα ‘ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος
και στήσαμε κατάρτι κι άρμενα στο μελανό καράβι᾿
και μπήκαμε κι ατοί μας βαριά θλιμμένοι,
και τα μάτια μας πλημμύρισαν στο κλάμα
-τέκνον ἐμόν, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα
ζωὸς ἐών; χαλεπὸν δὲ τάδε ζωοῖσιν ὁρᾶσθαι.
οὔ πως ἔστι περῆσαι -μῆτερ ἐμή, χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀίδαο
δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
τοὺς δ᾿ ἐπεὶ εὐχωλῇσι λιτῇσί τε, ἔθνεα νεκρῶν,
«πρώτη δὲ ψυχὴ Ἐλπήνορος ἦλθεν ἑταίρου:
τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
«Ἐλπῆνορ, πῶς ἦλθες ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα;
ἔφθης πεζὸς ἰὼν
«ὣς ἐφάμην, ὁ δέ μ᾿ οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ:
ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
κέλομαι μνήσασθαι ἐμεῖο.
σῆμά τέ μοι χεῦαι πολιῆς,
ἀνδρὸς δυστήνοιο καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.
ταῦτά τέ μοι τελέσαι πῆξαί τ᾿ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν,
τῷ καὶ ζωὸς ἔρεσσον ἐὼν μετ᾿ ἐμοῖς ἑτάροισιν.’ ‘ταῦτά τοι, ὦ δύστηνε, τελευτήσω τε καὶ ἔρξω.’
εἴδωλον δ᾿ ἑτέρωθεν ἑταίρου πόλλ᾿ ἀγόρευεν: - ἀλλ᾿ ἦ τοι κείνων γε βίας ἀποτίσεαι ἐλθών
ἀλλὰ φόωσδε τάχιστα λιλαίεο
οἴκαδ᾿ ἀποστείχειν ἔρδειν θ᾿ ἱερᾶς ἑκατόμβας
ἀθανάτοισι θεοῖσι
τὸν δέ τοι ἀργαλέον θήσει θεός χωόμενος
θάνατος δέ τοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ ἀβληχρὸς
μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ σε πέφνῃ
γήραι ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον μητρὸς τήνδ᾿ ὁρόω ψυχὴν
, οὐδ᾿ ἑὸν υἱὸν
ἔτλη ἐσάντα ἰδεῖν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι.
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο
Μάντις ἐλεύσεται ὅς κέν τοι εἴπῃσιν ὁδὸν καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ’
έτρα κελεύθου ἐν δ᾿ ἱστὸν τιθέμεσθα καὶ ἱστία νηὶ μελαίνῃ,
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ Ἀ βαίνομεν ἀχνύμενοι θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου