https://www.larissapress.gr/author/eanastosopoulou/
Η Ελένη Αναστασοπούλου είναι εκπαιδευτικός, πρώην Διευθύντρια Περιφερειακής Εκπαίδευσης Θεσσαλίας και συγγραφέας.
https://www.larissapress.gr/author/eanastosopoulou/
Η Ελένη Αναστασοπούλου είναι εκπαιδευτικός, πρώην Διευθύντρια Περιφερειακής Εκπαίδευσης Θεσσαλίας και συγγραφέας.
https://www.envivlio.com/krk013148
«Χαϊκού»
Ελένη Αναστασοπούλου
Εκδόσεις Θράκα
Τα χαϊκού αποτελούν τη μικρότερη μορφή ποίησης στον κόσμο. Έλκουν την καταγωγή τους από την Ιαπωνία, όπου εμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα και αποτελούν μία παραδοσιακή ποιητική φόρμα, που διακρίνεται από τρεις στίχους, συνολικά 17 συλλαβών. Τα χαϊκού χρησιμοποιούνται για να συλλάβουν τη μοναδικότητα της στιγμής, διατηρώντας τη στο χρόνο, όπως συμβαίνει και στην τέχνη της φωτογραφίας, αναδεικνύοντας μέσα από τους σύντομους στίχους τους τη μαγευτική ομορφιά της Φύσης.
Στις μέρες μας, στην εποχή της φλυαρίας που διανύουμε, τα χαϊκού αποτελούν μία τολμηρή θα έλεγα ποιητική φόρμα για τους δημιουργούς κι αυτό γιατί χρειάζεται να συμπυκνώσουν τις σκέψεις τους μέσα σε τρεις στίχους, προσδίδοντας στο ποίημά τους τόσο την απαραίτητη εικονοποιία, όσο και το απαραίτητο εσωτερικό βάθος, που θα πυροδοτήσει τη σκέψη του εκάστοτε αναγνώστη.
Η πολυγραφότατη πεζογράφος, κυρίως παιδικών βιβλίων, Ελένη Αναστασοπούλου τολμά να αναμετρηθεί με την τέχνη των χαϊκού στο ποιητικό της ντεμπούτο, που κυκλοφορεί από τις λαρισαϊκές εκδόσεις ΘΡΑΚΑ, με τίτλο «ΧΑΪΚΟΥ». Πρόκειται για μία ποιητική συλλογή, που χωρά πραγματικά στην παλάμη σου, γεγονός ευχάριστο γιατί μπορείς να την κουβαλάς πάντα και παντού μαζί σου, γιατί η ποίηση άλλωστε βρίσκεται παντού και διαβάζεται παντού!
Προσωπικά, διάβασα την παρούσα ποιητική συλλογή με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αρκετές φορές. Η επανάληψη νομίζω συνέβαλε καθοριστικά στην άντληση όλο και μεγαλύτερης απόλαυσης. Κάθε φορά που διψούσα για λίγη ομορφιά, για λίγη ποίηση άνοιγα το βιβλίο της κυρίας Αναστασοπούλου και οι γλαφυρές εικόνες τις οποίες χτίζει επιτυχώς με τους στίχους της, με κατέκλυζαν.
Η ποιητική συλλογή είναι διαιρεμένη σε τέσσερις ενότητες, όσες φυσικά και οι εποχές του χρόνου. Η ποιήτρια ακολουθεί τον κύκλο ζωής της Φύσης, τον οποίο και μας παρουσιάζει μέσα από τα χαϊκού της. Η ελπίδα της γέννησης που κουβαλά η Άνοιξη, η γαλήνη της ακύμαντης θάλασσας το Καλοκαίρι, η επικείμενη φθορά του Χρόνου που έρχεται κάθε Φθινόπωρο, το αναπόδραστο του θανάτου, που σηματοδοτεί η εμφάνιση του Χειμώνα περνούν μέσα από τα χαϊκού της ποιήτριας, τα οποία δημιουργούν μία αλυσιδωτή πορεία, συνυφαίνοντας έναν τέλειο κύκλο, αυτό της Ζωής!
Η κυρία Αναστασοπούλου διαχειρίζεται έξυπνα τους συμβολισμούς που της παρέχει απλόχερα η Φύση και ο κύκλος ζωή που ακολουθεί για να σπείρει σκέψεις και να προβληματίσει. Συγκεκριμένα, τα χαϊκού της ποιήτριας διέπονται άλλοτε από αφοπλιστική ειλικρίνεια με την αλήθεια που βρίσκεται πίσω από τους στίχους της, να είναι ξάστερη και εξαιρετικά επώδυνη, και άλλοτε από την απαραίτητη ελλειπτικότητα που χρειάζονται οι στίχοι, για να γίνουν αινιγματικοί και να γεννήσουν την ανάγκη στον αναγνώστη να βουτήξει μέσα στις εικόνες που συνθέτει η ποιήτρια, αναζητώντας πίσω από τις λέξεις της, τα νοήματα που κρύβονται.
Διαβάζοντας,
λοιπόν, τα χαϊκού της κυρίας Αναστασοπούλου θεωρώ πως εκείνα που
διέπονται από την άκρατη εξομολογητική διάθεση των παθιασμένων εραστών,
των απελπισμένα ερωτευμένων, εκεινά τα χαϊκού που διατρέχονται από μία
ανεπιτήδευτη ρομαντική διάθεση, είναι αυτά που κλέβουν την παράσταση και
έχουν την πιο επιβλητική παρουσία στις σελίδες της συλλογής. Για αυτό
θα ήθελα να κλείσω παραθέτοντας μερικά από αυτά.
Πώς να αντέξω
Χωρίς εσένα φως μου
Τόση άνοιξη
Το πεφταστέρι
Θα λέει θα σε αγαπώ
Μέχρι να σβήσω
Είσαι η βροχή
Στο χώμα το σπαρμένο
Είμαι ο σπόρος
Μία νιφάδα
Στα ματόκλαδα σου, να!
Εκεί ας λιώσω
Τα χαϊκού αποτελούν τη μικρότερη μορφή ποίησης στον κόσμο. Έλκουν την καταγωγή τους από την Ιαπωνία, όπου εμφανίστηκαν τον 16ο αιώνα και αποτελούν μία παραδοσιακή ποιητική φόρμα, που διακρίνεται από τρεις στίχους, συνολικά 17 συλλαβών. Τα χαϊκού χρησιμοποιούνται για να συλλάβουν τη μοναδικότητα της στιγμής, διατηρώντας τη στο χρόνο, όπως συμβαίνει και στην τέχνη της φωτογραφίας, αναδεικνύοντας μέσα από τους σύντομους στίχους τους τη μαγευτική ομορφιά της Φύσης.
Στις μέρες μας, στην εποχή της φλυαρίας που διανύουμε, τα χαϊκού αποτελούν μία τολμηρή θα έλεγα ποιητική φόρμα για τους δημιουργούς κι αυτό γιατί χρειάζεται να συμπυκνώσουν τις σκέψεις τους μέσα σε τρεις στίχους, προσδίδοντας στο ποίημά τους τόσο την απαραίτητη εικονοποιία, όσο και το απαραίτητο εσωτερικό βάθος, που θα πυροδοτήσει τη σκέψη του εκάστοτε αναγνώστη.
Η πολυγραφότατη πεζογράφος, κυρίως παιδικών βιβλίων, Ελένη Αναστασοπούλου τολμά να αναμετρηθεί με την τέχνη των χαϊκού στο ποιητικό της ντεμπούτο, που κυκλοφορεί από τις λαρισαϊκές εκδόσεις ΘΡΑΚΑ, με τίτλο «ΧΑΪΚΟΥ». Πρόκειται για μία ποιητική συλλογή, που χωρά πραγματικά στην παλάμη σου, γεγονός ευχάριστο γιατί μπορείς να την κουβαλάς πάντα και παντού μαζί σου, γιατί η ποίηση άλλωστε βρίσκεται παντού και διαβάζεται παντού!
Προσωπικά, διάβασα την παρούσα ποιητική συλλογή με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αρκετές φορές. Η επανάληψη νομίζω συνέβαλε καθοριστικά στην άντληση όλο και μεγαλύτερης απόλαυσης. Κάθε φορά που διψούσα για λίγη ομορφιά, για λίγη ποίηση άνοιγα το βιβλίο της κυρίας Αναστασοπούλου και οι γλαφυρές εικόνες τις οποίες χτίζει επιτυχώς με τους στίχους της, με κατέκλυζαν.
Η ποιητική συλλογή είναι διαιρεμένη σε τέσσερις ενότητες, όσες φυσικά και οι εποχές του χρόνου. Η ποιήτρια ακολουθεί τον κύκλο ζωής της Φύσης, τον οποίο και μας παρουσιάζει μέσα από τα χαϊκού της. Η ελπίδα της γέννησης που κουβαλά η Άνοιξη, η γαλήνη της ακύμαντης θάλασσας το Καλοκαίρι, η επικείμενη φθορά του Χρόνου που έρχεται κάθε Φθινόπωρο, το αναπόδραστο του θανάτου, που σηματοδοτεί η εμφάνιση του Χειμώνα περνούν μέσα από τα χαϊκού της ποιήτριας, τα οποία δημιουργούν μία αλυσιδωτή πορεία, συνυφαίνοντας έναν τέλειο κύκλο, αυτό της Ζωής!
Η κυρία Αναστασοπούλου διαχειρίζεται έξυπνα τους συμβολισμούς που της παρέχει απλόχερα η Φύση και ο κύκλος ζωή που ακολουθεί για να σπείρει σκέψεις και να προβληματίσει. Συγκεκριμένα, τα χαϊκού της ποιήτριας διέπονται άλλοτε από αφοπλιστική ειλικρίνεια με την αλήθεια που βρίσκεται πίσω από τους στίχους της, να είναι ξάστερη και εξαιρετικά επώδυνη, και άλλοτε από την απαραίτητη ελλειπτικότητα που χρειάζονται οι στίχοι, για να γίνουν αινιγματικοί και να γεννήσουν την ανάγκη στον αναγνώστη να βουτήξει μέσα στις εικόνες που συνθέτει η ποιήτρια, αναζητώντας πίσω από τις λέξεις της, τα νοήματα που κρύβονται.
Διαβάζοντας,
λοιπόν, τα χαϊκού της κυρίας Αναστασοπούλου θεωρώ πως εκείνα που
διέπονται από την άκρατη εξομολογητική διάθεση των παθιασμένων εραστών,
των απελπισμένα ερωτευμένων, εκεινά τα χαϊκού που διατρέχονται από μία
ανεπιτήδευτη ρομαντική διάθεση, είναι αυτά που κλέβουν την παράσταση και
έχουν την πιο επιβλητική παρουσία στις σελίδες της συλλογής. Για αυτό
θα ήθελα να κλείσω παραθέτοντας μερικά από αυτά.
Πώς να αντέξω
Χωρίς εσένα φως μου
Τόση άνοιξη
Το πεφταστέρι
Θα λέει θα σε αγαπώ
Μέχρι να σβήσω
Είσαι η βροχή
Στο χώμα το σπαρμένο
Είμαι ο σπόρος
Μία νιφάδα
Στα ματόκλαδα σου, να!
Εκεί ας λιώσω
Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό. Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.
Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.
Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους, οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας ενός στιβαρού οικοδομήματος. Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της. Η μύτη της, πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα. Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.
Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς. Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.
Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της, χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε! Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.
Είχαν πολλά χρόνια ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό. Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν στο χωριό οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν τους πρόσφυγες, γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ, τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.
«Όλα τα φρούρια έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων, η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο, γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό. Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’ αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν συνειδητοποιείς ότι η αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση.
Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή στις διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε στην πίσω αυλή με τον ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.
Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων, υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές. «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι, βουβό.
Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε. Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι, μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες, της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε… το σπιτικό τους σταυρώθηκε…
Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.
Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»
Τα τζάκια δεν πρόλαβαν να σβήσουν κι έφτασε Πάσχα, είπε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ το κορφολόγημα. Απ’ το αμπελάκι, στην Πέρα Ράχη, έβλεπε όλο το χωριό. Εικοσιδύο, κι ένα το δικό της, εικοσιτρία τζάκια, μέτρησε η Φωτούλα και μια χαρά πήγε να σηκωθεί μέσα της,σαν τον καπνό, μα την μπούκωσε με τις σκέψεις της.Και τι σανκαπνίζουν;…πόσα είναι,τάχα,τα δικά τους;… έφεραν αυτούς τους ξένουςαπ’ τη Συρία… κατά που πέφτει αυτή η Συρία;… τι γυρεύουν εδώ;…τώρα θα μου πεις άλλο που δεν ήθελαν οι χωριανοί…οι παραδόπιστοι… για δυο ψωροδεκάρες τους έβαλαν στα σπίτια τους… αλλά θα μου πεις έτσι κι αλλιώς παρατημένα τα είχαν… όπως και τ’ αμπέλια τους, γέμισε η Ράχη κούτσουρα... ακούς εκεί, να τους πληρώνουν και το νοίκι... που ακούστηκε!Και τοδικό της το παιδί ξενιτεύτηκε αλλά δεν πήγε κανείς να του πει, να, πάρε αυτό το σπίτι, κάτσε μέσα κι εγώ θα σε ταΐζω και θα σου πληρώνω και το νοίκι.
Η κυρά-Φωτούλα,απροσδιορίστου ηλικίας, όπως όλες οι γυναίκες σ’ αυτά τα σκληρά μέρη, εβδομήντα πέντε και βάλε, έπνιξε τη χαρά μέσα της, πριν φτάσει στα μάτια και τα φωτίσει με κείνη τη λάμψη που μόνο η χαρά δίνει.
Φορούσε φουστάνι καφέ σκούρο, μάλλινο, ξεθωριασμένο στους αγκώνες, στους ώμους και στους γοφούς, εκεί που ξεκουράζουν τα χέρια ή τα στηρίζουν για να τεντώσουν τη ραχοκοκαλιά τους, οι γυναίκες της υπαίθρου. Ξεθωριασμένο στο χρώμα της ώχρας, ίσα να σπάει η σκοτεινιά του καφέ. Όταν δεν φοράει την μαύρη ζακέτα και την σφιχτοδεμένη γκρίζα ποδιά από πάνω, η ώχρα γλυκαίνει κάπως το πρόσωπό της, παρά τις σκιές που ρίχνει το κατεβασμένο κεφαλομάντηλο και κάνει τις γωνίες του προσώπου τηςνα μοιάζουν με τα βράχια του τόπου της. Παράξενη φυσιογνωμία, δεν μπορείς εύκολα να πεις όμορφη,είναι και τα γεράματα βλέπεις,ή συμπαθητική, έστω καλοσυνάτη ή μοβόρα όπως λένε συχνά τους αγέλαστους. Η όψη της θύμιζε τα πετρόχτιστα σπίτια του χωριού της αλλά μερικές φορές και τις ξερολιθιές, που έμοιαζαν ευάλωτες και θαρρούσες πως ανάσαιναν, καθώς περνούσε ο αέρας ανάμεσα από τις πέτρες. Το πηγούνι, οι γωνίες των σαγονιών, τα ζυγωματικά, τα τόξατων φρυδιών της, δίνουν την αίσθηση της συμμετρίας ενός στιβαρού οικοδομήματος. Το στόμα της, μια οριζόντια γραμμή, ανάμεσα στις κάθετες αυλακιές του πάνω και κάτω χείλους. Τα ζυγωματικά της, δυο καμπύλα οροπέδια, στην άκρη των οποίων θρόιζαν πευκοβελόνες, τα ματοτσίνορά της. Αφύσικα πυκνά και μεγάλα, για γυναίκα της ηλικίας της. Αυτά ήταν,θαρρώ, που έκαναν τα μάτια της να φαίνονται φτιαγμένα άλλοτε από το γκρίζο της πέτρας κι άλλοτε απόουρανό στη δύση του, σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συνέβαινε ήθελες να αφήσεις τη ματιά σου να περιπλανηθεί στο βασιλεμένο πρόσωπό της. Η μύτη της, πλαγιά ενός λοφίσκουανάμεσα στα οροπέδια των ζυγωματικών.Η Φωτούλα. Ακούς Φωτούλα και περιμένεις να δεις μια μικροκαμωμένη και πρόσχαρη γυναίκα. Αντίθετα βλέπεις μια ψηλή, αυστηρή και αγέλαστη. Γι’ αυτό στο χωριό κάποιοι την έλεγαν Φωτούλα και άλλοι Λάμπραινα, απ’ τον Λάμπρο τον άντρα της, τον μακαρίτη.
Πάσχα ήταν, σαν και τώρα, όταν ήρθε καινούρια νύφη στο χωριό, γεμάτη όνειρα και χαρά.Άμα σε σημαδέψει όμως ο Θεός, η Πασχαλιά, κρατάει μια μέρα και η μεγαλοβδόμαδα μια ζωή.Ο Λάμπρος, ο άντρας της, ήταν μάστορας. Πετράς. Τι μάστορας δηλαδή, χρυσοχέρης. Ομόρφυνε τα καμποχώρια. Τι εκκλησιές, τι αρχοντόσπιτα, τι βρύσες και πηγάδια.!Έπιανε την πέτρα, πελεκούσε τις γωνίες, την ημέρευε, την μαλάκωνε. Έτσι ημέρεψε και τη Φωτούλα. Την πήρε απ’ τον κάμπο,με βιολιά και νταούλια και την πήγε νύφη στο χωριό του, τρεις ώρες δρόμο. Μέρα Πασχαλιά. Η Φωτούλα τ’ αγάπησε το χωριό, τον κάμπο δεν τον ήθελε.Μόνο πίκρα θυμόταν από δαύτον.
Τουρκόσπορους τις ανέβαζαν, ξενομερίτισσες τις κατέβαζαν. Η μάνα της, χήρα,έριξε τον μπόγο με το σπιτικό της στην πλάτη, δυο κορίτσιαστο ένα χέρι και μια γριά, την πεθερά της στ’ άλλο,κι έφυγε απ’ το Ακσαράι να σώσει ό,τι είχε απομείνει.Ούτε τον άντρα της δεν πρόλαβε να κλάψει. Πότε δω, πότε κει, πότε σε θάλασσα και πότε σε στεριά, μέχρι που της είπαν, θα πας στη Γούνιτσα. Ούτε το διάλεξε, ούτε παραπονέθηκε. Μεροδούλι μεροφάι στα χωράφια, κατάφερε να στήσει το καλύβι της. Έβαλε μια σειρά. Αναθάρρησε! Αμ δε! Θέλει ν’ ανθίσει το δεντρί κι η πάχνη δεν τ’ αφήνει. Αυτό δεν ήταν πάχνη, θειάφι ήταν. Σε αυτό το σημείο, οι σκέψεις της Φωτούλας πάντα αλλαξοδρομούσαν και τα μάτια της γίνονταν γκρίζα, μολυβένια. Με τέτοια μάτια γύρισε στο σπίτι και κάθισε να πάρει μια ανάσα στο πλατύσκαλο. Αυτά τα μάτια αντίκρυσαν τα παιδιά και η «δασκάλα», με τα λαζαράκια και τα καλαθάκια στα χέρια,όταν πλησίασαν στην αυλή της Φωτούλας για να πουν τα κάλαντα του Λαζάρου.
Είχαν πολλά χρόνια ν’ ακουστούν παιδικές φωνές στο χωριό. Όταν οι χωριανοί άκουσαν ότι θα φέρουν στο χωριό οικογένειες προσφύγων, αναστατώθηκαν. Μόνο αυτοί τους έλλειπαν, δεν πρόκαναν να ησυχάσουν από τις επιδρομές των Αλβανών, τώραθα έφερναν τους πρόσφυγες, γιατί δεν έμειναν στην πατρίδα τους κι έρχονται εδώ, τους βάζουν στα σπίτια τους και να δεις που με τον καιρό θα τους τα πάρουν για δικά τους… Ανησυχία,κουβέντες του καφενείου, κι απ’ το ένα στόμα στο άλλο οι κουβέντες μεγάλωσαν κι έγιναν φόβος κι απ’ το φόβο διπλοκλείδωσαν τα σπίτια και τις καρδιές τους και κοίταζαν τους πρόσφυγες πίσω από τα πλεχτά κουρτινάκια. Απόρθητοι.
«Όλα τα φρούρια έχουν την κερκόπορτά τους», σκεφτόταν η υπεύθυνη της Ύπατης Αρμοστείας για τα παιδιά των προσφύγων, η «δασκάλα» όπως την έλεγαν στο χωριό.Η άλωση άρχισε από το καφενείο. Η «δασκάλα», πολιόρκησε τους παππούδες με τα χαμόγελα και τις φωνούλες των παιδιών. Τα πήγαινε στο καφενείο, τάχα για να πιει κι αυτή ένα καφέ. Η αρχή έγινε με μια καραμέλα, μετά μια πορτοκαλάδα, κερδισμένη στην πρέφα και ύστερα παππούδες και παιδιά άρχισαν να ξεθαρρεύουν. Τα νοήματα έδιναν κι έπαιρναν αφού τα παιδιά δεν ήξεραν γρυ, ελληνικά.Γκριμάτσες, χειρονομίες, εκφράσεις, γέλια και φωνούλες βομβάρδιζαν τους φόβους και τις άμυνες των παππούδων που άφησαν για λίγο την πρέφα. Η πρώτη λέξη που τους έμαθαν, ήταν «παππούς». Όταν μάλιστα ήρθε και κόλλησε δίπλα το όνομα και τα παιδιά φώναζαν από μακριά παππού -Νίκο, παππού-Σωτήρη, ή παππού-Μανώλη, εκεί πια, τα κάστρα έπεσαν. Μετά ήρθε η λέξη «γιαγιά», ύστερα απέκτησεπρόσωπο, γιαγιά-Μαρία, γιαγιά -Κούλα και το πρόσωπο έγινε αγκαλιά, διψασμένη για χάδι παιδικό. Τα παιδιά λειτούργησαν σαν συγκολλητική ουσία κι έφεραν κοντά τους κατοίκους με τους γονείς τους. Όλοι αναζητούσαν την ίδια πατρίδα. Την πατρίδα των παιδικών χρόνων. Αυτή που μοιάζει μ’ αιώνιο καλοκαίρι ακόμη κι όταν συνειδητοποιείς ότι η αθωότητα, η ελευθερία και τα όνειρα δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση.
Η Φωτούλα έμεινε έξω από αυτή την ώσμωση. Δεν κατάλαβε αλλά ούτε και ήθελε να συμμετέχει σε αυτόν τον συγχρωτισμό και την αλλαγή στις διαθέσεις και τα συναισθήματα των συγχωριανών της.Στο γειτονικό σπίτι, παρατημένο από χρόνια, είχε εγκατασταθεί μια οικογένεια προσφύγων. Τόσους μήνες δεν γύρισε, ούτε μια φορά, το κεφάλι της να τους κοιτάξει. Έβγαινε στην πίσω αυλή με τον ψηλό τοίχο για να μη τους βλέπει.
Η Φωτούλα μπήκε στο σπίτι πριν προλάβουν ν’αρχίσουν τον «Λάζαρο». Έφτασε η Μεγάλη Πέμπτη και στο διπλανό σπίτι, των προσφύγων, υπήρχε μεγάλη κινητικότητα. Η Φωτούλα, πίσω από την κουρτίνα, έβλεπε πολλές γυναίκες, από αυτές τις ξένες, να πηγαινοέρχονται μαζί με τα παιδιά τους. Γέμισε η αυλή παιδιά και φωνές. «Σήμερα της Σταύρωσης κι αυτές έχουν πανηγύρι» μονολογούσε η Φωτούλα. Βγήκε στην αυλή, τάχα για να σκαλίσει το παρτέρι με τα λουλούδια, κάτι ζουμπούλια που ανθίζουν κάθε χρόνο, μόνα τους. «Μόλις περάσει το Πάσχα, θα φωνάξω τον Αποστόλη να μου χτίσει ένα τοίχο μέχρι πάνω» σκέφτηκε κοιτάζοντας τα αραιά ξύλα του φράχτη που χώριζαν τις δυο αυλές. Μια μυρωδιά της τρύπησε τα ρουθούνια. Μυρωδιά ψωμιού, κουλούρας. Έμεινε ανακούρκουδα, με το σκαλιστήρι στο χέρι. Ένα κοριτσάκι μπήκε, σχεδόν μισό, ανάμεσα στα ξύλα του φράχτη κι άπλωσε το χέρι προς τη Φωτούλα, κρατώντας μια κουλουρίτσα μ’ ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο. Η Φωτούλα πάνιασε λες και είδε φάντασμα. Από τα μάτια της έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι, βουβό.
Είχε να κλάψει από τότε που ήταν εννιά χρονών. Αυτή εννιά και η Μορφούλα,η αδερφή της, έξι. Μεγάλη Πέμπτη ήταν και τότε. Η γιαγιά έδωσε τιςζεστές κουλουρίτσες στα κορίτσια και τις έστειλε να βγάλουν τις κατσίκες για βοσκή, δίπλα στο ποτάμι, μέχρι να ξεφουρνίσει και τ’ άλλα ψωμιά. Η Μορφούλα έτρεχε κυνηγώντας τις κατσίκες, της έπεσε η κουλουρίτσα απ’ το χέρι, κατρακύλησε στην όχθη… έτρεξε να την πιάσει… το ποτάμι είχε φουσκώσει… η όχθη σε μερικά σημεία είχε γίνει βάλτος… η Φωτούλα δεν πρόλαβε… το σπιτικό τους σταυρώθηκε…
Η Φωτούλα δεν έκανε ποτέ της μήτε Λαζαράκια, μήτε κουλούρες, μήτε κι έκλαψε από τότε. Μόνο τώρα, μετά από εβδομήντα χρόνια. Μπήκε στο σπίτι κι έκλαψε ώρες, έκλαψε για τα εβδομήντα άνυδρα χρόνια της. Χρωστούμενες χοές για όλες τις απώλειες της ζωής της.
Το σούρουπο, βγήκε από το σπίτι, με δυο στεφάνια και μια αγκαλιά ζουμπούλια. Άφησε τα λουλούδια και το ένα στεφάνι στην εξώθυρα των γειτόνων. Η μικρή έτρεξε κοντά της, την έπιασε απ’ το χέρι.Στο πλατύσκαλο μια όμορφη νέα γυναίκα κι ένα ακόμη κοριτσάκι της χαμογελούσαν. Στην εκκλησία, στάθηκαν δίπλα της. Η Φωτούλα άπλωσε τα χέρια και δυο παιδικά χεράκια φώλιασαν στα δικά της. Ο παπάς έψελνε, «Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.»
https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/14584-mproymyta
«Τον βλέπεις αυτόν; Κοίτα πώς τον κατάντησε η ρουφιάνα!»[1]
Πριν προλάβω να ρωτήσω οτιδήποτε, με καθίζει κι αρχίζει να μιλάει, ενώ εγώ σκέφτομαι τα έγγραφα που με περιμένουν και τα βάζω με τον εαυτό μου που δεν μπορώ να πω όχι στις ιστορίες, και ιδιαίτερα αυτές των ηλικιωμένων, συνήθεια, εδραιωμένη παιδιόθεν, ομολογουμένως απολαυστική.
«Αυτός που λες ήταν καπετάνιος, ένα καράβι να! μετά συγχωρήσεως, κουμαντάριζε τα κύματα, αλλά το σπίτι του όχι. Εκεί διαφεντεύουν οι γυναίκες, τελεία και παύλα. Από παράδεισο το κάνουν κόλαση στο άψε σβήσε. Εμένα που με βλέπεις, τολμάω να πω κουβέντα στην κυρα-Πόπη; Με πήρε και με σήκωσε. Τι; Δεν τα λέω καλά; Άκου, λοιπόν…»
«Κάνεις ζαβολιές», είπα του κυρ Μήτσου, επισημαίνοντάς του πως θέλει να με προκαταλάβει, καθιστώντας υπεύθυνες τις γυναίκες για όλα τα καλά και τα κακά της ανθρωπότητας, αθωώνοντας έτσι το ανδρικό είδος. Το τσίγκλισμα πέτυχε κι άρχισε το λογύδριο, ότι είμαστε αχάριστες και πως μόνο ο Θεός κι εμείς έχουμε τέτοια δύναμη και πάλι δεν μας αρέσει και δεν είπε αυτός ότι οι άνδρες είναι «νερό για λειτουργιά», αλλά, βρε αδερφέ, η γυναίκα είναι αλλιώς και…
«Σταμάτα να με μπερδεύεις, γιατί θέλω ν’ ακούσεις την ιστορία του καπετάνιου. Όχι, δεν είναι ντόπιος, ξενομερίτης, νησιώτης είναι. Έθαψε τη μάνα του, απ’ τον καημό της πέθανε, κι έφυγε, δεν άντεχε να τον λυπούνται και να τον κοροϊδεύουν πίσω απ’ την πλάτη του. Να τα πάρω με τη σειρά», είπε και ο καφές έγινε τσίπουρο, η παρέα μεγάλωνε, όπως και η στοίβα των εγγράφων στο γραφείο, υπέθετα. Αύριο θ’ αλλάξω δρόμο, σκέφτηκα και ήπια στην υγειά του κυρ Μήτσου και της Κριστίν της κομμώτριας, που μας κοίταζε με ζήλια, ενώ έβαφε μια ρίζα.
«Ο πρωτοκαπετάνιος, που λες, τότε ήταν δεύτερος, πήγε στο πανηγύρι, μαύρη ώρα, στο διπλανό νησί κι εκεί την ερωτεύτηκε αμέσως, δεν είχε καιρό για χάσιμο, σ’ ένα μήνα μπαρκάριζε πάλι. Όμορφη, μικρούλα, δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Μάνι μάνι, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του, στεφανώθηκαν, την έκανε κυρά κι αρχόντισσα. Φαινόταν καλό κορίτσι, ήσυχο, στρωμένο, για σπίτι. Μπάρκαρε, αλλά το μυαλό του ήταν πίσω. Πώς έτυχε το μπάρκο, σε σαράντα μέρες γύρισε στο νησί για τρεις ολόκληρους μήνες. Την είδε, τη δοκίμασε, τη χόρτασε. Όλα καλά! Έφυγε ήσυχος. Μια αγωνία είχε… τον έσπειρε τον γιο; Μπαρκάριζε, ξεμπαρκάριζε με την ίδια αγωνία, αλλά γιος δεν ερχόταν, ούτε και θυγατέρα. Έγινε πρώτος καπετάνιος, αλλά παιδί τίποτα. Δέκα χρόνια πήγαν έτσι.
»Χριστούγεννα πήρε το καλό μαντάτο. Ο δευτεροκαπετάνιος τού πήγε τα συχαρίκια, “να σου ζήσει ο γιος, καπετάνιε!” είπε κι αυτός πέταξε απ’ τη χαρά του. “Το ’φερε ο Χριστός!” έλεγε και ξανάλεγε και κερνούσε το πλήρωμα, από καμαρότο μέχρι μούτσο. Σαν πέρασε η πρώτη χαρά, άρχισε το μέτρημα. Τέλος Μάη πήγε στο νησί, η γυναίκα του είχε “τα ρούχα της” και τον αρνήθηκε για καμιά βδομάδα, αλλά μετά, όπως ήταν και σκασμένος… αναστέναξε το νησί. Βάλε τώρα, Ιούνιο μέχρι Δεκέμβριο, εφτά… ξανά απ’ την αρχή, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος… πάνω κάτω τα δάχτυλα, εφτά, για την ακρίβεια εξίμισι. Δε βαριέσαι, το πρώτο ή το τελευταίο ήταν που γεννήθηκε εφταμηνίτικο; Δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει η Πασχαλιά, κάθε λιμάνι και δώρο, ένα για τη γυναίκα του, ένα για τον γιο.
»Μεγάλη Τρίτη, ο παπάς έψελνε το τροπάρι της Κασσιανής κι αυτός φτάνει στο νησί. Στο καφενείο ήταν κάμποσοι, τον καλοδέχτηκαν, “καλώς τον καπετάνιο”, ευχήθηκαν για τον γιο, κέρασε όλο το μαγαζί. Ένας είπε ότι έγινε κοτζάμ παιδάκι, ένας άλλος ότι βιάζεται να μεγαλώσει όπως βιάστηκε να βγει απ’ την κοιλιά της μάνας του, και σε ποιον έμοιασε έτσι φουριόζος, είπε ο καφετζής. “Όλα τα ’φταμηνίτικα είναι βιαστικά”, είπε ο Νικόλας ο γείτονας και ήπιαν στην υγειά του.
»Φορτωμένος με δώρα και λαχτάρα, φτάνει στο σπίτι. Αυτή του είπε να μην κάνει φασαρία, άκου να δεις, ο άνθρωπος γύρισε απ’ τη θάλασσα ύστερα από εννιά μήνες κι αυτή τι βρήκε να του πει; Να μην κάνει φασαρία. Πάει, που λες, στην κούνια κι ενώ περίμενε να δει ένα μαυρομάλλικο σαν αυτόν, βλέπει ένα ξανθό και ροδαλό μωρό. “Τα μωρά αλλάζουν, έτσι ήμουν κι εγώ μικρή, μετά σκούρυνα”, είπε η γυναίκα του.
»Έπειτα, πήγε στο πατρικό του. Η μάνα του φαρμακωμένη. Τον καλωσόρισε κι άρχισε τα παράπονα. Πού ακούστηκε, να πάει να γεννήσει μόνη της! Αυτή όμως έφτιαξε χαϊμαλί, κέρασε και γλυκό στη γειτονιά για τον εγγονό κι ας μην πήγαινε να τον βλέπει και να δεις που ούτε τ’ όνομα του πατέρα του θα ήθελε να του δώσει, σαν ξένο, λες και δεν ήταν δικό τους το μωρό. Βάλε τώρα με τον νου σου τι είπε η μάνα του. Τον έζωσαν τα φίδια.
»Πάει πίσω στη γυναίκα του και της λέει “τρίτη μέρα του Πάσχα βαφτίζουμε το παιδί στη Μεγάλη Παναγιά, Γιώργη θα το πούμε, στον πατέρα μου” έριξε άδεια για να πιάσει γεμάτα, κι αυτή η ρουφιάνα όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση, αλλά άρχισε αμέσως τις ετοιμασίες. Στάχτη στα μάτια του καπετάνιου. Τέτοια βάφτιση δεν είχε ξαναγίνει. Όλο το νησί ήταν εκεί. Ο καπετάνιος, κάθε λίγο, έλεγε της μάνας του, “είδες μάνα, λάθος είχες”.
»Μια μέρα πριν μπαρκάρει, η γυναίκα τού παρουσιάζει ένα χαρτί,
“υπόγραψε αυτή την ένορκη δήλωση για να μπορούμε να ταξιδέψουμε, αφού θα
κάνεις πάνω από χρόνο μ’ αυτό το μπάρκο, να έρθουμε να σε δούμε”, του
είπε. Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά. Τόσα χρόνια, τόσα μεγάλα μπάρκα, μια
φορά δεν πήγε να τον βρει, τώρα την έπιασε η πρεμούρα; Φούντωσε.
“Δικό
μου είναι;… Με ποιον το ’κανες;…” Μούγγα αυτή. Της είπε να μολογήσει,
δεν θα της έκανε κακό, “ό,τι μας βρήκε, μας βρήκε”, είπε… Κουβέντα η
ρουφιάνα. Φώναζε, έσπαζε κι αυτή του είπε να πάψει, γιατί τους ακούν οι
γείτονες και πως είναι ντροπή, ακούς; Ντροπή, του είπε… Α, ρε γυναίκες…
Κόλαση, σου λέω.
»Τέλος, “θα σας σκοτώσω… κι εσένα κι αυτό”, είπε ο έρμος και σωριάστηκε με το κεφάλι στα δυο του χέρια. Αυτή τον άφησε να καλμάρει και μετά του είπε να διαλέξει ένα από τα τρία. “Πρώτον: μας σκοτώνεις, πας φυλακή, δεν μαθαίνεις ποτέ αν το παιδί είναι δικό σου και παίρνεις το κρίμα στο λαιμό σου, δεύτερον: λέω σε όλους ότι το παιδί δεν είναι δικό σου… Σκέψου το γέλιο και την κοροϊδία που θα κάνουν πίσω απ’ την πλάτη σου, όταν θα θυμούνται πώς έκανες στη βάφτιση… Ο γιος μου κι ο γιος μου, καμάρωνες… ρεντίκολο θα γίνεις. Τρίτον: υπογράφεις, μπαρκάρεις και μετά θα φύγω με το παιδί. Όλη η ντροπή θα πέσει πάνω μου. Εγώ θα είμαι η εξώλης και προώλης κι εσύ ο αδικημένος… κανένας δεν θα γελάει μαζί σου”. Αυτά είπε η ρουφιάνα και κλειδώθηκε στο δωμάτιο με το μωρό.
»Ο καπετάνιος κοίταζε το χαρτί. Νύχτωσε. Κόντευε να ξημερώσει. Άκουσε το σφύριγμα του καραβιού, σε μια ώρα μπάρκαρε. Σηκώθηκε, πήρε το χαρτί, υπόγραψε. Μετά πήγε έξω απ’ την κλειδωμένη πόρτα, “στου διαόλου την τρύπα να πας θα σε βρω… έσκαψες το λάκκο σου… μπρούμυτα θα σε βάλω μέσα”, είπε κι έφυγε.
»Ακούς; Ακούω να λες», είπε ο κυρ Μήτσος κι άδειασε το πέμπτο καραφάκι στα ποτήρια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Στο «Πίστομα» του Θεοτόκη οφείλω την έμπνευση της διασκευής.
Η Ελένη Αναστασοπούλου κατοικεί στη Λάρισα και εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Έκανε τις βασικές και μεταπτυχιακές σπουδές στην εκπαίδευση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνεχίζει με σπουδές στον κινηματογράφο/σενάριο. Γράφει πεζά λογοτεχνικά έργα και χαϊκού για ενήλικες και παραμύθια για παιδιά. Κείμενά της υπάρχουν σε έντυπα κα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Αρθρογραφεί σε τοπικά και πανελλαδικά μέσα. Αγαπά τα ταξίδια, ιδιαίτερα στην Αφρική.
Τα χαϊκού είναι η εμπειρία να ζεις τη στιγμή...
ΤΟΝΙΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΕ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ «Ε» Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΡΙΟ ΣΤΟ «ΦΡΟΥΡΙΟ» - ΤΙ ΛΕΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΧΕΔΙΑ, ΤΗΝ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Δημοσίευση: 24 Ιουν 2020 21:05 Πολιτισμός Τα χαϊκού είναι η εμπειρία να ζεις τη στιγμή...
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή «Τα χαϊκού είναι η εμπειρία να ζεις τη στιγμή. Κι επειδή η ουσία της ζωής μας μετριέται με στιγμές, με τα χαϊκού έμαθα τον τρόπο να μην χάνω την ουσία. Έμαθα ν’ αποστασιοποιούμαι από τα βαρίδια του χθες...» τονίζει σήμερα σε συνέντευξή της στην «Ε» η συγγραφέας Ελένη Αναστασοπούλου.
Η κ. Αναστασοπούλου με αφορμή την παρουσίαση του νέου της βιβλίου με τίτλο «Χαϊκού», που θα γίνει αύριο Πέμπτη στις 8 μ.μ. στο κέντρο «Φρούριο», μιλάει για το τι τη γοήτευσε σ’ αυτό το ιδιαίτερο ποιητικό είδος, το νέο της παραμύθι «Κίκα και Ρίκα», το πώς καταφέρνει να κουβαλάει... πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη, αλλά και για την εθελοντική της δράση στην Αφρική.
Η Ελένη Αναστασοπούλου ως πρώην περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στην εφαρμοζόμενη πολιτική στην εκπαίδευση τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο λέγοντας ότι «Στον εκπαιδευτικό τομέα, το τοπικό επίπεδο αντανακλά τις κεντρικές επιλογές του Υπουργείου Παιδείας. Αυτή η κυβέρνηση με τις επιλογές της στο θέμα της εκπαίδευσης κατάφερε να κάνει κάτι σπάνιο: Ένωσε όλους τους εκπαιδευτικούς, ανεξαρτήτως συνδικαλιστικών παρατάξεων, κάτω από το ίδιο αίτημα: όχι στο αναχρονιστικό νομοσχέδιο!».
• Κυρία Αναστασοπούλου, γιατί χαϊκού; Τι σας γοήτευσε σ’ αυτό το είδος; -
Είναι πολλά αυτά που με γοητεύουν... Κατ’ αρχάς ήταν η πρόκληση να περιγράψει κανείς σε μόλις 17 συλλαβές, μια εικόνα και ταυτόχρονα να συμπεριλάβει μία ιδέα ή ένα συναίσθημα. Στη συνέχεια, η εκφραστική λιτότητα και η ταυτόχρονη νοηματική περιεκτικότητα αποτέλεσε για εμένα πεδίο γλωσσικής αλλά και πνευματικής άσκησης. Ακόμη και αυτές τις συμβάσεις στις οποίες υπόκεινται τα χαϊκού, αντί να με περιορίσουν, με προκάλεσαν να ξεπεράσω προσωπικά όρια και να νιώσω μια δημιουργική ελευθερία έκφρασης. Τα χαϊκού είναι η εμπειρία να ζεις τη στιγμή. Κι επειδή η ουσία της ζωής μας μετριέται με στιγμές, με τα χαϊκού έμαθα τον τρόπο να μην χάνω την ουσία. Έμαθα ν’ αποστασιοποιούμαι από τα βαρίδια του χθες, την αγωνία του αύριο και να ζω το παρόν.
• Μιλήστε μας λίγο για το νέο σας βιβλίο...
- Αυτό το μικρό, αλλά γεμάτο στιγμές/αστραπές, βιβλίο προέκυψε μετά από διαλογή ανάμεσα σε δεκάδες άλλα χαϊκού που έχω γράψει κατά καιρούς. Τα χαϊκού, όπως κι εγώ έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση. Νιώθω δομικό της στοιχείο, όπως όλοι οι άνθρωποι εξάλλου, και την παρατηρώ συνειδητά και εκ των έσω. Έτσι όταν σε ένα φυσικό τοπίο έβλεπα να αντανακλώνται σκέψεις ή συναισθήματά μου αμέσως το κατέγραφα. Ειδικά όταν ο χρόνος μου, εξαιτίας των πολλών υποχρεώσεων, ήταν πιεσμένος, όπως τα τέσσερα χρόνια της θητείας μου ως περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας και δεν είχα την πολυτέλεια της προσωπικής διαφυγής, η φύση έκανε για μένα αυτό που δεν έκανα εγώ. Μιλούσε και με εξέφραζε. Αυτές τις στιγμές κατέγραψα και θυμάμαι, για καθένα από τα ποιήματα, πότε, πού και πώς ένιωθα όταν τα έγραψα. Αν τα χαϊκού μου καταφέρουν να αγγίξουν τους αναγνώστες ή να δώσουν τη δυνατότητα να αναδυθούν δικές τους, μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, τότε θα μπορώ να πω ότι άξιζε η έκδοση. Θερμές ευχαριστίες στις εκδόσεις «Θράκα» που καθιερώθηκαν πανελλαδικά πλέον με τη σπουδαία δουλειά που κάνουν και στους σημαντικούς στο είδος τους Βάγια Γαλιού, φιλόλογο, Αντώνη Ψάλτη, δικηγόρο-ποιητή και Χρυσούλα Χρήστου, ηθοποιό που θα μιλήσουν γι’ αυτό στην πρώτη του παρουσίαση, αύριο Πέμπτη στο Φρούριο. ΤΟ ΝΕΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
• Παράλληλα, μόλις λίγες ημέρες πριν εκδώσατε κι ένα παιδικό παραμύθι. Θέλετε να μας μιλήσετε και γι’ αυτό το βιβλίο σας; -
Η ιδέα γι’ αυτό το παραμύθι προέκυψε κατά τη διάρκεια του υποχρεωτικού εγκλεισμού εξαιτίας της πανδημίας του covid-19. Είναι αλήθεια ότι γράφτηκαν πολλά κείμενα για τον κορονοϊό και όλη αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά. Ωστόσο, δεν ήθελα ούτε και μπήκα στον πειρασμό να γράψω κάτι γι’ αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες, όσο τουλάχιστον τις βιώναμε. Ίσως αργότερα όταν κατακαθίσει ο κουρνιαχτός... Η ιδέα ήρθε από την εκδότριά μου και με έπεισε να προσπαθήσω να γράψω κάτι διαχρονικό, χρήσιμο για τα παιδιά και τους γονείς. Έτσι λοιπόν προέκυψε το παραμύθι με τίτλο «Κίκα και Ρίκα: με σαπούνι και νερό πλένουμε χεράκια κι αντίο μικροβιάκια» από τις εκδόσεις Διάπλους. Είναι μία γάτα κι ένα κοριτσάκι που ανακαλύπτουν την αξία του πλυσίματος των χεριών. Με χιούμορ και χωρίς «δασκαλίστικο» ύφος ευελπιστούν ότι θα πείσουν όλα τα παιδιά να κάνουν το ίδιο. Να σου πω ότι είναι η πρώτη φορά που έγραψα κάτι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως παιδεύω πάρα πολύ τα γραπτά μου. Γράφω πολύ αλλά σβήνω ακόμη περισσότερο. Μ’ αυτό το παραμύθι ξενύχτησα αρκετά, έκανα τη νύχτα μέρα και θαρρώ ότι βγήκε αξιοπρεπές, διασκεδαστικό και σέβεται τους αναγνώστες, παιδιά και ενήλικες.
• Χαϊκού, βιβλία για παιδιά, σχολείο, το τρίτο μεταπτυχιακό, εθελοντική δράση... Αλήθεια πώς τα προλαβαίνετε όλα;
- Όταν κάποιος έχει πολλά πράγματα να κάνει, οργανώνει καλύτερα τον χρόνο του. Είναι αυτό που έλεγα πιο πριν, μέσα από τους περιορισμούς, απελευθερώνεσαι. Τα χαϊκού είναι υπόθεση χρόνων. Για τα παιδικά βιβλία εκτός από τις τρέχουσες συνθήκες και αφορμές, υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα ιδεών και καταγραφών από τα χρόνια που ήμουν στην τάξη, τα οποία κατά καιρούς επεξεργάζομαι. Φέτος το σχολείο ήταν λειψό εξαιτίας της πανδημίας. Και ξέρετε, πιο πολύ με ενόχλησε ο καταναγκασμός του εγκλεισμού και όχι αυτός καθ’ αυτός ο κατ’ οίκον περιορισμός. Ισα-ίσα βρήκα χρόνο να τελειώσω μισοαρχινισμένα βιβλία, να γράψω πιο πολύ, ν’ αθληθώ ...εξάλλου όσο αγαπώ να βρίσκομαι ανάμεσα στους ανθρώπους άλλο τόσο επιδιώκω τη μοναχικότητα. Το μεταπτυχιακό στον κινηματογράφο μού ανοίγει έναν νέο κόσμο για εξερεύνηση, αφού νιώθω ότι μετά από 30 και πλέον χρόνια υπηρεσίας και πολύτιμης εμπειρίας στην εκπαίδευση, έχω δώσει το μέγιστο των επιστημονικών και φυσικών δυνατοτήτων μου, ως δασκάλα τάξης, σχολική σύμβουλος και περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης. Ο εθελοντισμός είναι στάση ζωής. Δεν επιδέχεται κανένα καταναγκασμό, απλά υπάρχει ως στοιχείο της προσωπικότητας και ενεργοποιείται σε δεδομένες συνθήκες ΟΧΙ ΣΤΟ ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ!
• Ως πρώην περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης, πώς κρίνετε την πολιτική στην εκπαίδευση, εκπαιδευτικό και διοικητικό τομέα, τόσο σε κεντρικό επίπεδο όσο και σε τοπικό;
- Στον εκπαιδευτικό τομέα, το τοπικό επίπεδο αντανακλά τις κεντρικές επιλογές του Υπουργείου Παιδείας. Αυτή η κυβέρνηση με τις επιλογές της στο θέμα της εκπαίδευσης κατάφερε να κάνει κάτι σπάνιο: Ένωσε όλους τους εκπαιδευτικούς, ανεξαρτήτως συνδικαλιστικών παρατάξεων, κάτω από το ίδιο αίτημα: όχι στο αναχρονιστικό νομοσχέδιο! Διότι είναι αλήθεια ότι αυτό το νομοσχέδιο κάνει πολλά βήματα πίσω. Από πού ν’ αρχίσει κανείς! Χαρακτηρισμός διαγωγής, λες και το σχολείο υπάρχει για να χαρακτηρίζει και όχι να διαμορφώνει τα παιδιά! Εξυπακούεται ότι αν υπάρχουν παιδιά με κακή διαγωγή τότε μεγάλη ευθύνη φέρει το σχολείο που στάθηκε ανίκανο να τα βοηθήσει. Κάποτε «χαρακτήριζαν» τους πολιτικά αντιφρονούντες... Αύξηση αριθμού εξεταζόμενων μαθημάτων: σχολείο εξετασιοκεντρικό που ξεχνάει την ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή/ εφήβου, κάνει το Λύκειο (κυρίως) προπαρασκευαστικό κέντρο και κόφτη για μαθητές που προέρχονται από αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Κατάργηση της Κοινωνιολογίας, μείωση ανθρωπιστικών μαθημάτων και βιολογίας, κατάργηση καλλιτεχνικής παιδείας, αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα και αύξηση των ωρών των Θρησκευτικών... Δείτε τι κάνει η Φινλανδία και θεωρείται το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο και βάλτε ακριβώς στον αντίποδα αυτό που πάει να γίνει στη χώρα μας. Στο διοικητικό πεδίο, εξαρτάται από το αν ο/η κατέχων/ ουσα τη θέση, θεωρεί τη διοίκηση θέση προσωπικής ευθύνης και ηθικής ή φορέα άσκησης εξουσίας. Από αυτό, εν πολλοίς, καθορίζεται το στυλ διοίκησης και η προσήλωση στις αρχές της δημοκρατίας, της συνεργασίας και της συμμετοχής, με τον άνθρωπο στο κέντρο και τον σεβασμό στη νομοθεσία. Ειδικά η δημόσια εκπαίδευση χρειάζεται υπεράσπιση, γι’ αυτό και είμαι από τα ιδρυτικά μέλη του Δικτύου για την Υπεράσπιση της Δημόσιας Εκπαίδευσης με μέλη από όλους τους χώρους της εκπαίδευσης, από την Α’/Βάθμια έως το Πανεπιστήμιο.
• Λένε πως όποιος πάει στην Αφρική, την ερωτεύεται και ξαναπάει. Εσείς έχετε πάει ήδη τρεις φορές, είναι στα σχέδιά σας η επιστροφή εκεί;
-Αν και αποφεύγω να κάνω μακροχρόνια σχέδια, ξέρω ότι θα ‘ρθει η στιγμή που η ανάγκη μου να πάω ξανά στην Αφρική θα είναι επιτακτική. Είναι αυτές οι αγκαλιές των παιδιών, τα λαμπερά μάτια, η χαρά του παιχνιδιού... πλέον οι συναισθηματικοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί για να μπορώ να τους αγνοήσω. • Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια; - Μάλλον διοχετεύω όλη μου τη φαντασία για να δημιουργήσω τους χαρακτήρες των βιβλίων μου και αδυνατώ να με φανταστώ σε 10 χρόνια. Εξάλλου είπαμε ότι ζούμε το παρόν. Όσο για το μέλλον αν είναι να ’ρθει, θε να ’ρθει, αλλιώς... θα το φέρουμε εμείς.
«Το βιβλίο, όπως και οι μεγάλες αγάπες, θέλει αποκλειστικότητα» Η εκπαιδευτικός-συγγραφέας Ελένη Αναστασοπούλου μιλά στην «ΕτΔ» για την αξία της επαφής με έγχαρτο βιβλίο * «Το σχολείο θέλει φυσική και όχι ψηφιακή παρουσία» δηλώνει για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Δημοσίευση: 13 Απρ 2020 20:00
Ελπίζω κι εύχομαι από την καρδιά μου, να γίνει ο εγκλεισμός η ευκαιρία για παιδιά και γονείς ν’ ανακαλύψουν μαζί, τον πλούτο και την αναγνωστική ευχαρίστηση των βιβλίων λέει η κ. Αναστασοπούλου
Αυτές τις ημέρες που όλοι «Μένουμε Σπίτι» προσπαθούμε να βρούμε τρόπους να περάσουμε τον χρόνο μας δημιουργικά κάνοντας πράγματα που μέχρι πρότινος δεν είχαμε τον χρόνο να κάνουμε. Η απασχόληση των παιδιών όμως μέσα στο σπίτι δεν είναι απλή υπόθεση. Οι γονείς έχουν επιστρατεύσει ό,τι μέσο έχουν στη διάθεσή τους, για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να περνούν ευχάριστα τις μέρες τους. Παιχνίδι, βιβλία, παραμύθια, εικαστικές κατασκευές, μουσική και αξιοποίηση της τεχνολογίας είναι τα «όπλα» που έχουν στη φαρέτρα τους. Τα βιβλία όμως, όπως φαίνεται, είναι εκείνα που κρατούν τα σκήπτρα και μάλιστα με διαφορά.
Η εκπαιδευτικός-συγγραφέας κ. Ελένη Αναστασοπούλου μιλά στην «ΕτΔ» για το κατά πόσο η κρίση του κορονοϊού ανέδειξε σε μεγαλύτερο βαθμό την αξία του παιδικού βιβλίου, για το παραμύθι της «Eνα δώρο για τον παππού», ένα βιβλίο που πραγματεύεται τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και στα παιδιά, μια σχέση που σήμερα δοκιμάζεται από την πανδημία, το νέο της πνευματικό «παιδί». Από τη συζήτηση δεν θα μπορούσε να λείπει και το θέμα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, μιας και η Ελένη Αναστασοπούλου είναι εκπαιδευτικός και διετέλεσε και περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης.
Η συνέντευξη:
- Κυρία Αναστασοπούλου, αυτές τις ημέρες του εγκλεισμού, τα βιβλία αποδεικνύονται οι πολυτιμότεροι σύντροφοι των παιδιών. Θεωρείτε ότι η κρίση του κορονοϊού ανέδειξε ακόμη περισσότερο την αξία και σημασία του παιδικού βιβλίου;
Θα ήταν ευχής έργο αν ήταν αληθινό, να είναι το βιβλίο ένας από τους πολυτιμότερους φίλους των παιδιών, όχι μόνο σε συνθήκες εγκλεισμού, αλλά και κάθε περίσταση. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Αν ένα παιδί δεν έχει επαφή με το έγχαρτο βιβλίο από τα πρώτα του κιόλας βήματα, αν δεν έχει συνηθίσει να βλέπει τους γονείς του να κρατούν ένα βιβλίο στα χέρια τους σε καθημερινή βάση, αν δεν του έχουν διαβάσει παραμύθια και ιστορίες πριν κοιμηθούν, αν η μαμά και ο μπαμπάς δεν έχουν κρατήσει στην αγκαλιά τους το παιδί διαβάζοντας ή βλέποντας τις εικόνες ενός βιβλίου, αν η οθόνη του υπολογιστή και τα «παιδικά» προγράμματα είναι η εύκολη λύση «παρκαρίσματος» των παιδιών, τότε δύσκολα τα παιδιά θα νιώσουν το βιβλίο ως έναν από τους πολυτιμότερους συντρόφους. Το βιβλίο, όπως και οι μεγάλες αγάπες, θέλει αποκλειστικότητα. Θέλει να του αφιερωθείς. Να το πιάσεις τρυφερά στα χέρια, να κάνεις τον κόπο να γυρίσεις τις σελίδες του, με όλο το βάρος των νοημάτων ή της απλής ευχαρίστησης που κουβαλούν, να συνδιαλλαγείς μαζί του, να το αναζητήσεις ξανά και ξανά. Αν μάθεις να το κάνεις αυτό, τότε θα σου δώσει όλο τον κρυμμένο θησαυρό του. Ελπίζω κι εύχομαι από την καρδιά μου, να γίνει ο εγκλεισμός η ευκαιρία για παιδιά και γονείς ν’ ανακαλύψουν μαζί, τον πλούτο και την αναγνωστική ευχαρίστηση των βιβλίων, λέει η κ. Αναστασοπούλου. Να προσθέσω ωστόσο πως ό,τι εμπεριέχει το στοιχείο του εξαναγκασμού γίνεται απωθητικό για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο υποχρεωτικός εγκλεισμός σαν εργαλείο πίεσης προς τα παιδιά, διότι τότε θα έχουμε ακριβώς τ’ αντίθετα αποτελέσματα.
-Το παραμύθι σας «Eνα δώρο για τον παππού» είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Τώρα που τα παιδιά στερούνται τον παππού και τη γιαγιά, με ποιον τρόπο τα παραμύθια τούς φέρνουν κοντά τους;
Το συγκεκριμένο παραμύθι μου, ανάμεσα στ΄ άλλα που διαπραγματεύεται, αναφέρεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας και στα παιδιά. Ανάμεσα στους παππούδες/γιαγιάδες και στα εγγόνια τους. Δείχνει ότι δεν φροντίζουν μόνο οι παππούδες/γιαγιάδες τα εγγόνια, αλλά αντίστοιχα μπορούν και τα εγγόνια να κάνουν πράγματα γι’ αυτούς. Εξαιτίας της πανδημίας, ειδικά αυτή η σχέση έχει πληγεί περισσότερο απ’ όλες, αφού για λόγους προστασίας τα εγγόνια πρέπει να είναι μακριά από τους ηλικιωμένους. Το πρώτο, λοιπόν, δώρο που μπορούν να κάνουν τα παιδιά στους παππούδες/γιαγιάδες τους, είναι να μείνουν μακριά τους και να παίρνουν όλα τα μέτρα προφύλαξης. Μακριά όμως, δεν σημαίνει σε αποξένωση. Εδώ η τεχνολογία, που τόσο υμνήθηκε τον τελευταίο καιρό, μπορεί να παίξει τον ρόλο της. Είναι πολύ σημαντικό, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους παππούδες/γιαγιάδες τους να επικοινωνούν τακτικά. Τα παραμύθια, οι ιστορίες, τα τραγούδια και τα ταχταρίσματα των παππούδων/γιαγιάδων προς τα εγγόνια τους, μπορούν να συνεχιστούν με τις βιντεοκλήσεις αλλά και τις τηλεφωνικές κλήσεις. Φυσικά, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούν ν’ αντικαταστήσουν τη φυσική επαφή, το χάδι, την αγκαλιά αυτών των «σημαντικών Άλλων» στη ζωή των παιδιών. Είναι απλά βοηθητικά, ας μην το ξεχνάμε. Κι αν θέλουν τα παιδιά, μπορούν να κάνουν ό,τι έκανε ο Μάριος για τον παππού του: ν’ ανατρέξουν στο οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ να ετοιμάσουν την ιστορία του παππού και της γιαγιάς, μέσα από τις φωτογραφίες τους και να τους το χαρίσουν όταν θα βρεθούν ξανά κοντά τους. Να προσθέσω εδώ ότι η φετινή Παγκόσμια ημέρα του Παιδικού Βιβλίου, που γιορτάζεται στις 2 Απριλίου, ήταν φτωχότερη και παράξενη. Ακυρώθηκαν όλες οι προγραμματισμένες δράσεις που θα κάναμε όλοι οι συγγράφεις ανάμεσα σε παιδιά και με τα βιβλία αγκαλιά. Έτσι κι εγώ ανταποκρίθηκα με μεγάλη χαρά στην πρόταση του Δήμου Λαρισαίων να βιντεοσκοπήσω ένα παραμύθι μου, συγκεκριμένα το «Ένα δώρο για τον παππού», κι αυτό ν’ αναρτηθεί στη σελίδα του Δήμου για να φτάσει στα σπίτια όλων των παιδιών. Έτσι θα έχουμε την ψευδαίσθηση ότι θα είμαστε μαζί, αλλά και τη βεβαιότητα ότι ο κορονοϊός δεν θα μας νικήσει.
-Πολλοί συγγραφείς αυτήν την περίοδο -συνηθίζεται σε περιόδους κρίσης - διακατέχονται από συγγραφικό οίστρο. Ετοιμάζετε κάτι καινούριο;
Όπως ανέφερα και νωρίτερα ο υποχρεωτικός εγκλεισμός δεν είναι πάντα παραγωγικός και δημιουργικός. Ευτυχώς επανάκτησα γρήγορα τους ρυθμούς μου και είμαι μεταξύ διαβάσματος, γραψίματος και σβησίματος σχεδόν όλη μέρα, με μικρά διαλείμματα επικοινωνίας και άσκησης. Μόλις εκδόθηκε, από τις εκδόσεις Θράκα, ένα βιβλίο μου με χαϊκού, απόσταγμα και ανάσες διαφυγής τα τέσσερα χρόνια της θητείας μου ως περιφερειακή δ/ντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας. Είναι ένα πανέμορφο βιβλίο τσέπης, ένα μπονσάι όπως ταιριάζει σε αυτά τα ιαπωνικής φόρμας ποιήματα. Μπορεί κανείς να το έχει συνέχεια μαζί του, αφού τα χαϊκού διαβάζονται σαν φάρμακο, σε μικρές δόσεις. Η πανδημία δεν επέτρεψε να το συστήσουμε στο αναγνωστικό κοινό, κάτι που θα γίνει άμα τη λήξη των περιοριστικών μέτρων.
-Με τα σχολεία κλειστά «ανακαλύψαμε» την εξ αποστάσεως εκπαίδευση: Παρά τα όποια προβλήματα, χιλιάδες μαθητές σε όλη τη χώρα παρακολουθούν μαθήματα μέσω του διαδικτύου. Είστε εκπαιδευτικός και διατελέσατε και καθήκοντα περιφερειακής δ/ντριας Εκπαίδευσης Θεσσαλίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, θεωρείτε ότι προχωρά ικανοποιητικά;
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι μια επικουρική μέθοδος εκπαίδευσης, χρήσιμη σε συνθήκες σαν αυτή που διαβιούμε όπως και σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει η εκ του σύνεγγυς διδασκαλία. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τους πανηγυρισμούς της υπουργού περί μετάβασης του σχολείου στην ψηφιακή εποχή, αναβάθμισης της εκπαίδευσης κι άλλα παρόμοια. Καταρχάς το ψηφιακό σχολείο υπάρχει από το 2010, και στην παρούσα περίσταση γενικεύτηκε και βελτιώθηκε, αν και με πολλές δυσκολίες, η χρήση των υπαρχουσών τεχνολογικών εφαρμογών. Αυτό θα ήταν αδύνατο χωρίς τις τιτάνιες προσπάθειες των εκπαιδευτικών, οι οποίοι παρά την άδικη και αμετροεπή στοχοποίησή τους από μερίδα των ΜΜΕ, παλεύουν μ’ ένα ηλεκτρονικό σύστημα που συχνά πυκνά «πέφτει» ή «η σύνδεση δεν είναι εφικτή», εκπαιδευτικών που αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι αφιέρωναν στο σχολείο για να είναι κοντά στους μαθητές τους. Οι περισσότεροι δε, είχαν ξεκινήσει τις ηλεκτρονικές επαφές με τους μαθητές τους, πολύ πριν τη σχετική εντολή του ΥΠΑΙΘ για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Είναι θετικό που η πλειονότητα των μαθητών δεν έχασαν την επαφή με τους εκπαιδευτικούς, και δεν λέω με το σχολείο, διότι η επαφή με το σχολείο δυστυχώς με την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ακυρώνεται. Το σχολείο είναι κοινότητα, είναι διάλογος, είναι αντίρρηση και συμφωνία, είναι αντίθεση και σύνθεση, είναι αλληλεπίδραση, είναι η επαφή των βλεμμάτων, το άκουσμα της ανάσας των παιδιών, η συναίσθηση της αγωνίας, είναι κοινωνικοποίηση, είναι ανταλλαγή σκέψεων και ιδεών, είναι δημοκρατία. Όλα αυτά εντάσσονται στην αποστολή του σχολείου κι αυτό δεν μπορεί να γίνει κατά μόνας. Θέλει ομαδικότητα, θέλει φυσική και όχι ψηφιακή παρουσία. Βέβαια αν η μόνη ανησυχία είναι να καλυφθεί η ύλη και η προετοιμασία για τις εξετάσεις, τότε η εξ αποστάσεως εκπαίδευση είναι πολύτιμη. Τότε όμως δεν μιλάμε για σχολείο, αλλά για χώρο προετοιμασίας εξετάσεων. Τρομάζω στην ιδέα ότι αυτού του τύπου η εκπαίδευση μπορεί να δημιουργήσει τη διάθεση σε κάποιους να την παγιώσουν στο μέλλον, να τη χρησιμοποιήσουν ευρέως και ν’ αντικατασταθεί η διά ζώσης διδασκαλία. Από τη στιγμή που θα διαρραγεί η σχέση τύπου συγκοινωνούντων δοχείων, μαθητή με μαθητή, εκπαιδευτικού με μαθητή, εκπαιδευτικού με εκπαιδευτικό και σχολείου με γονείς, θα πάψει να υπάρχει το σχολείο τουλάχιστον με τις γνωστές παιδαγωγικές λειτουργίες που μέχρι σήμερα γνωρίζουμε. Το απεύχομαι.
Συνέντευξη: Νατάσα Πολυγένη
Αναστασοπούλου Ελένη
Η Μπουμπού η βουλευτίνα
Έλα κάτσε να σου πω, γιατί είμαι όλος φούρκα. Τι; Δεν ξέρεις τι είναι η φούρκα; Τα πήρα στο κρανίο, πως το λέτε εσείς οι νέοι, έχω νεύρα τέλος πάντων. Κάτσε· Γιώργη φέρε καρέκλα στο κορίτσι, όχι αυτήν βρε, την άλλη, την καλή με το μαξιλάρι, κάτσε κι άκου. Δεν βιάζεσαι, βιάζεσαι; Α, γεια σου, κάτσε γιατί θα σκάσω αν δεν τα πω. Να κεράσω καφέ… Αντώνη, ένα καφέ στο κορίτσι… ήπιες; πιες ένα ακόμα, θα τον χρειαστείς μ' αυτά που θ' ακούσεις. Σ΄ εσένα που είσαι νέα, θέλω να τα πω και να μου πεις αν έχω άδικο. Σε ποιον να τα πω; στον Αντώνη; αυτός έχει τα ίδια μυαλά μ΄ εμένα. Όχι να μου πεις δηλαδή, εγώ φταίω ή αυτηνής της πήραν τα μυαλά αέρα. Το μυρμήγκι όταν θέλει να χαθεί βγάζει φτερά, καλά τα λέει η παροιμία. Το μυρμήγκι βγάζει φτερά κι αυτή έβγαλε γλώσσα και σήκωσε τη μύτη ψηλά. Άμα σηκώνεις τη μύτη δεν βλέπεις που πας, βλέπεις; άντε περπάτα με τη μύτη στον ουρανό. Όχι , κοίτα, βλέπω που πατάω; Ορίστε σκόνταψα κιόλας, ή φάω τα μούτρα μου ή θα πατήσω στα σκατά, με το συμπάθιο. Μη βιάζεσαι ντε, η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ, άσε με να ξεθυμάνω πρώτα, Αντώνη, βάλε ένα τσιπουράκι, είναι η ώρα του και που είσαι Γιώργη, δυνάμωσε λίγο το ράδιο ν' ακούμε τον Στελλάρα. Την ξέρω από μια σταλιά, την μεγάλωσα, ερχόταν κάθε Σάββατο με τη μάνα της να πάρουν κρέας, έβλεπε τα αρνιά κρεμασμένα με τη γλώσσα έξω κι αυτό το σκασμένο έβγαζε τη δική της, από τότε φαινόταν τι σόι ήταν. Θυμάσαι τι έκανες εσύ όταν ερχόσουν με τον πατέρα σου; Όταν είχαμε σφαχτά κρεμασμένα κι απ' το φόβο σου, κρυβόσουν ανάμεσα στα πόδια του πατέρα σου και δεν έβγαινες από κει ούτε στο πρώτο, ούτε στο τρίτο τσίπουρο, τα τρία ήταν το ανώτερο που πίναμε, γιατί στο τέταρτο έβγαινε η μάνα σου στο μπαλκόνι και τον φώναζε. Όταν δεν είχαμε αρνιά κρεμασμένα στο τσιγκέλι, όχι μόνο δεν κρυβόσουν αλλά, μας έτρωγες κι όλους τους μεζέδες. Ε, το λοιπόν αυτή ούτε φόβο ούτε τίποτα, έβγαζε τη γλώσσα, κουνούσε τα σφαχτά πέρα δώθε και φώναζε μπου, μπου!, άτιμο πλάσμα σου λέω. Από τότε την έβγαλα Μπουμπού, ήταν και κοντή, έτσι και παράμεινε δηλαδή, δεν την άφησαν οι διαολιές να ψηλώσει. Καλά κατάλαβες, μ' αυτήν φουρκίστηκα, από ποια ξαδέρφη πήρε μωρέ, κοιτάς να τη δικαιολογήσεις, κανένας δεν είναι τόσο κοντός στο σόι, η μάνα της μέτρια, τον Χρήστο τον πατέρα της δεν τον λες και κοντό, σε κανέναν δεν έμοιασε σου λέω, αυτή είναι ένα νταμάρι από μόνη της, δεν την άφηναν τα διαόλια σου λέω. Χηνάρι, την είπε μια μέρα ένας πελάτης και τον μάλωσα, άκου να πει το κοριτσάκι «χηνάρι». Έμοιαζε λέει με κάτι κοκκινόχηνες, έτσι κοντούλα όπως ήταν και με τα κόκκινα μαλλιά, κι εγώ του είπα και τα ελάφια είναι κόκκινα και γιατί να μη την πούμε ελαφίνα, όπως και να το κάνουμε άλλη χάρη έχει η ελαφίνα. Από τότε ελαφίνα την ανέβαζα, ελαφίνα την κατέβαζα και δώστου καμάρια αυτή. Δεν μ' άκουσες ποτέ να τη λέω έτσι; που να με ακούσεις, όταν μεγάλωσε δεν ταίριαζε να τη λέω Μπουμπού-ελαφίνα!, την έλεγα όμως δικηγορίνα, γιατί πήγαινε η γλώσσα ροδάνι, αλλά και δικαστίνα γιατί μας περνούσε από δικαστήριο. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, έτσι να κάνεις εδώ, αλλιώς να κάνεις εκεί, για όλα είχε λόγο. Α, γειά σου, δεν έγινε ούτε δικηγορίνα ούτε δικαστίνα, έγινε όμως προεδρίνα. Προεδρίνα στον ένα σύλλογο, προεδρίνα στο άλλο σωματείο και στο τέλος στρατιωτίνα. Όχι, δεν κάνεις λάθος, δεν μπήκε στο στρατό, στο κόμμα μπήκε και όταν τη ρώτησα μια φορά αν είναι στέλεχος , μου είπε πως είναι στρατιώτης στην πρώτη γραμμή της μάχης κι έτσι την είπα «στρατιωτίνα». Τι να σου πω, εγώ δεν ξέρω από κόμματα, από στρατό ξέρω κι εκεί, όπως τα λες, δεν γίνεσαι εύκολα από στρατιώτης, στρατηγός. Αυτή όμως άλλαξε στρατό, κόμμα θέλω να πω, πήγε σ' αυτό που είχε πέραση κι από «στρατιωτίνα» κατάφερε να γίνει υποψήφια βουλευτίνα. Την έλεγα βουλευτίνα και ψήλωνε δέκα πόντους. Κι αφού της άρεσε, βουλευτίνα την ανέβαζα, βουλευτίνα την κατέβαζα. Όχι, βρε δεν την κορόιδευα, μακάρι να γίνει το κορίτσι γιατί να μη γίνει, να έχουμε κι έναν δικό μας άνθρωπο, θα μου πεις τι τον θέλω εγώ τον δικό μου άνθρωπο, ανάγκη τους έχω; αυτοί μ' έχουν ανάγκη κι όχι εγώ αυτούς, κανένα κόμμα δεν μου έδωσε να φάω. Περίμενε βρε, μπα βιασύνη, θα γεράσεις γρήγορα, θα φτάσω και στο δια ταύτα. Έρχεται που λες, πριν λίγες μέρες, βρε καλώς την βουλευτίνα, λέω δυνατά να το ακούσουν όλοι στο μαγαζί, όχι βουλευτίνα κυρ Μήτσο, μου λέει, αλλά τι; τη ρωτάω, «βουλεύτρια» μου λέει, «άκουσες; βουλεύτρια και μη ξαναπείς βουλευτίνα, είναι λάθος», δεν δίνω σημασία, φεύγει. Ξαναήρθε μετά από λίγες μέρες να ζητήσει ενίσχυση για το κόμμα, καλώς τη βουλευτίνα, την υποδέχτηκα, «αμάν πια κυρ Μήτσο» μου λέει αυστηρά σαν δικαστίνα, «βουλεύτρια, βου-λεύ-τρι-α είπαμε, πες το επιτέλους σωστά». Ύπαγε οπίσω μου σατανά, λέω μέσα μου, της έδωσα δέκα ευρώ, λίγα της φάνηκαν, έφυγε. Τι άλλο να με πειράζει βρε κορίτσι μου; ήρθε τώρα το χηνάρι, άντε μη πω τίποτα χειρότερο, να μου κάνει μάθημα γλώσσας τώρα στα γεράματα, όπως θέλω θα τη λέω. Σήμερα μου 'ρθε πρωί πρωί, με ύφος εκατό καρδιναλίων, μας είπε ότι βιάζεται πολύ, πάρα πολύ, το μαγαζί ήταν γεμάτο πελάτες, «αν είσαι και βουλεύτρια με τη σειρά σου θα πας», της λέω, πως μου 'ρθε να την πω βουλεύτρια θα μου πεις, κι εγώ απόρησα. Μπράβο, μου λέει που έμαθα επιτέλους να το λέω σωστά, βουλεύτρια, όχι βουλευτίνα. Την κοιτάω πάνω απ' τα γυαλιά, το πάει φιρι-φιρι, σκέφτομαι και πριν τη σιχτιρίσω «έλα τώρα, βάλε μου και δυο κιλά προβατίνα για γιουβέτσι, βιάζομαι σου λέω», λέει. «Βρε κακό μπλέξιμο, θα σε φτιάξω εγώ», βγάζω τα γυαλιά και φωνάζω να με ακούσει όλο το μαγαζί, «άκου να σου πω κυρά βουλεύτρια, όταν θα γίνεις βουλευτίνα να έρθεις να σου δώσω προβατίνα, για τις βουλεύτριες έχω μόνο χοιρινό». Γούρλωσε τα μάτια, φούσκωσαν οι φλέβες στο λαιμό, έτοιμη ήταν να ποδαρίσει όπως έκανε μικρή. «Άμα δεν έχεις να πάω σε άλλο κρεοπωλείο», λέει , «ώρα καλή» της είπα και την έστειλα από κει που ήρθε. Όχι πες, φταίω; Μου ζάλισε το κεφάλι, βουλεύτρια και βουλεύτρια, που να γίνει κιόλας! θα μας βάζει να καθόμαστε στο ένα πόδι. Πε μου έχω άδικο; «'Εξω απ' άδικο κι από κακιά γυναίκα», ακούστηκε η φωνή του Καζαντζίδη από το ραδιόφωνο του κρεοπωλείου και μου 'δωσε την πάσα, «καλή καρδιά, κυρ Μήτσο μου, το τσιπουράκι κερασμένο από εμένα», είπα του Αντώνη και τους χαιρέτησα.
http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/
Του Αντώνη Ψάλτη*
ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Χαϊκού, εκδόσεις Θράκα, Λάρισα 2020
Το τι είναι και πώς γράφεται ένα ποίημα χαϊκού είναι γνωστό σε πολλούς. Όπως γνωστό είναι ότι το χαϊκού είναι το ποίημα που γοήτευσε εντέλει όλη την υφήλιο και χιλιάδες ποιητές. Το ποιητικό ντεμπούτο (το συγγραφικό έγινε πριν αρκετά χρόνια) της Ελένης Αναστασοπούλου είναι ένα κομψό, μικρόσχημο βιβλίο ανάλογο των ιαπωνικής φόρμας ποιημάτων. Ένα βιβλίο τσέπης που σου επιτρέπει να ανατρέχεις στις σελίδες του κάθε στιγμή για μια ανάσα διαφυγής.
Αποτελείται από 4 ενότητες, που αντιστοιχούν στις 4 εποχές του έτους. Οι 3 περιέχουν 22 ποιήματα (η άνοιξη έχει 20 χαϊκού και 2 τάνκα, πρώιμη μορφή χαϊκού), ενώ ο χειμώνας 21, άρα ένα λιγότερο. Μήπως επειδή ο χειμώνας είναι η μικρότερη εποχή του χρόνου στην νοτιοανατολική μεσόγειο; Το βιβλίο ξεκινάει με την άνοιξη και το πρώτο ποίημα αναφέρεται στην «ασυγκράτητη» άνοιξη. Όντως έτσι είναι, αν δεν είναι ασυγκράτητη η άνοιξη, η εποχή της ερωτικής αφύπνισης, τότε ποια είναι; Ασυγκράτητα επιθετικά και ερωτικά ξεκινάει το βιβλίο της η Αναστασοπούλου, άρα και αισιόδοξα στοιχηματίζει κανείς. Αντίστοιχα, το τελευταίο ποίημα του βιβλίου απ’ την ενότητα του χειμώνα αναφέρεται στον έρωτα, σαν να συμβαίνει ένας κύκλος αρχής και τέλους μέσα στον οποίο περικλείονται όλα τα άλλα ποιήματα.
Το πρώτο ποίημα από την εποχή της άνοιξης είναι γενικότερα μια εισαγωγή στην εποχή, γι’ αυτό και στερείται του μεμονωμένου στιγμιαίου γεγονότος, όμως μετά, σε όλα τα υπόλοιπα χαϊκού, έχουμε την αποτύπωση της στιγμής, χαρακτηριστικό της γραφής των χαϊκού. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τις άλλες εποχές. Όταν όμως η Αναστασοπούλου αποφασίσει με ιδιαίτερη δύναμη και προσοχή να σπάσει τους αυστηρούς κανόνες θα μας δώσει και πολιτικά χαϊκού, πράγμα σπάνιο, όπως αυτό με το οποίο τελειώνει το καλοκαίρι και αυτό με το οποίο ξεκινάει το φθινόπωρο. Σε όλη την έκταση του βιβλίου, τα πουλιά, τα δέντρα, τα αστέρια, το φεγγάρι, ο ήλιος, το φως, το αμπέλι, η θάλασσα, ο έρωτας διαπερνούν τα ποιήματα.
Θα τολμήσω να πω ότι το βιβλίο της Αναστασοπούλου είναι ένα ψηφιδωτό μεσογειακού χαϊκού. Επίσης στο βιβλίο βρίσκουμε αρκετά συχνά και το δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται ερωτικά η ποιήτρια. Μάλιστα αυτή την ανάγκη συντροφικότητας την βλέπουμε εντονότερα στην τελευταία ενότητα, στην εποχή του χειμώνα. Ποιος ξέρει; Αν την άνοιξη ασυγκράτητα ερωτευόμαστε, τον χειμώνα έχουμε εντονότερη την ανάγκη του άλλου δίπλα μας; Μήπως επίσης με την σειρά που μας παραθέτει η Αναστασοπούλου τις εποχές, από την άνοιξη στον χειμώνα, είναι σαν να μας δίνει και αλληγορικά τις εποχές της ζωής του ανθρώπου; Παρόμοια ερωτήματα γεννιούνται στο μυαλό του αναγνώστη καθώς διαβάζει και ξαναδιαβάζει το βιβλίο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουμε να κάνουμε με μια γλυκανάλατη ερωτική ποίηση, ούτε με μία ψευτορομαντική θέαση της φύσης. Προφανώς είμαστε πολύ μακριά από τον 16ο γιαπωνέζικο αιώνα, και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, αφού όπως και να γίνει είναι εντελώς διαφορετική η δική μας νοοτροπία, αλλά η Αναστασοπούλου όταν εκθειάζει το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης το πράττει με μία ποιητική ματιά, η οποία ματιά –η Αναστασοπούλου συχνά αποστασιοποιείται ως πρόσωπο και δίνει προτεραιότητα στην ποιητική ματιά– στοχάζεται την φύση, την δύναμή της, τον έρωτα, και την θέση του ανθρώπου (όχι όμως ανθρωποκεντρικά) μέσα στο σύμπαν που μας παρουσιάζει. Την έκδοση συμπληρώνουν τα εξαιρετικά σχέδια του εικαστικού Νίκου Παπαδόπουλου. Τα λιτά σχέδιά του είναι σύνολα στιγμών και είναι απόλυτα εναρμονισμένα με τον χαρακτήρα των χαϊκού, που απαρτίζεται από τη δύναμη της στιγμής και την λιτότητα της έκφρασης.
*Ο Αντώνης Ψάλτης είναι ποιητής