Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

 

 https://www.google.com/search?channel=crow2&client=firefox-b-d&q=7%2B1+%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1+%CE%B3%CE%B9%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CE%BD+%CE%9D%CE%BF%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF+culturebook

Αναστασοπούλου Ελένη 

 Η Μπουμπού η βουλευτίνα

 Έλα κάτσε να σου πω, γιατί είμαι όλος φούρκα. Τι; Δεν ξέρεις τι είναι η φούρκα; Τα πήρα στο κρανίο, πως το λέτε εσείς οι νέοι, έχω νεύρα τέλος πάντων. Κάτσε· Γιώργη φέρε καρέκλα στο κορίτσι, όχι αυτήν βρε, την άλλη, την καλή με το μαξιλάρι, κάτσε κι άκου. Δεν βιάζεσαι, βιάζεσαι; Α, γεια σου, κάτσε γιατί θα σκάσω αν δεν τα πω. Να κεράσω καφέ… Αντώνη, ένα καφέ στο κορίτσι… ήπιες; πιες ένα ακόμα, θα τον χρειαστείς μ' αυτά που θ' ακούσεις. Σ΄ εσένα που είσαι νέα, θέλω να τα πω και να μου πεις αν έχω άδικο. Σε ποιον να τα πω; στον Αντώνη; αυτός έχει τα ίδια μυαλά μ΄ εμένα. Όχι να μου πεις δηλαδή, εγώ φταίω ή αυτηνής της πήραν τα μυαλά αέρα. Το μυρμήγκι όταν θέλει να χαθεί βγάζει φτερά, καλά τα λέει η παροιμία. Το μυρμήγκι βγάζει φτερά κι αυτή έβγαλε γλώσσα και σήκωσε τη μύτη ψηλά. Άμα σηκώνεις τη μύτη δεν βλέπεις που πας, βλέπεις; άντε περπάτα με τη μύτη στον ουρανό. Όχι , κοίτα, βλέπω που πατάω; Ορίστε σκόνταψα κιόλας, ή φάω τα μούτρα μου ή θα πατήσω στα σκατά, με το συμπάθιο. Μη βιάζεσαι ντε, η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ, άσε με να ξεθυμάνω πρώτα, Αντώνη, βάλε ένα τσιπουράκι, είναι η ώρα του και που είσαι Γιώργη, δυνάμωσε λίγο το ράδιο ν' ακούμε τον Στελλάρα. Την ξέρω από μια σταλιά, την μεγάλωσα, ερχόταν κάθε Σάββατο με τη μάνα της να πάρουν κρέας, έβλεπε τα αρνιά κρεμασμένα με τη γλώσσα έξω κι αυτό το σκασμένο έβγαζε τη δική της, από τότε φαινόταν τι σόι ήταν. Θυμάσαι τι έκανες εσύ όταν ερχόσουν με τον πατέρα σου; Όταν είχαμε σφαχτά κρεμασμένα κι απ' το φόβο σου, κρυβόσουν ανάμεσα στα πόδια του πατέρα σου και δεν έβγαινες από κει ούτε στο πρώτο, ούτε στο τρίτο τσίπουρο, τα τρία ήταν το ανώτερο που πίναμε, γιατί στο τέταρτο έβγαινε η μάνα σου στο μπαλκόνι και τον φώναζε. Όταν δεν είχαμε αρνιά κρεμασμένα στο τσιγκέλι, όχι μόνο δεν κρυβόσουν αλλά, μας έτρωγες κι όλους τους μεζέδες. Ε, το λοιπόν αυτή ούτε φόβο ούτε τίποτα, έβγαζε τη γλώσσα, κουνούσε τα σφαχτά πέρα δώθε και φώναζε μπου, μπου!, άτιμο πλάσμα σου λέω. Από τότε την έβγαλα Μπουμπού, ήταν και κοντή, έτσι και παράμεινε δηλαδή, δεν την άφησαν οι διαολιές να ψηλώσει. Καλά κατάλαβες, μ' αυτήν φουρκίστηκα, από ποια ξαδέρφη πήρε μωρέ, κοιτάς να τη δικαιολογήσεις, κανένας δεν είναι τόσο κοντός στο σόι, η μάνα της μέτρια, τον Χρήστο τον πατέρα της δεν τον λες και κοντό, σε κανέναν δεν έμοιασε σου λέω, αυτή είναι ένα νταμάρι από μόνη της, δεν την άφηναν τα διαόλια σου λέω. Χηνάρι, την είπε μια μέρα ένας πελάτης και τον μάλωσα, άκου να πει το κοριτσάκι «χηνάρι». Έμοιαζε λέει με κάτι κοκκινόχηνες, έτσι κοντούλα όπως ήταν και με τα κόκκινα μαλλιά, κι εγώ του είπα και τα ελάφια είναι κόκκινα και γιατί να μη την πούμε ελαφίνα, όπως και να το κάνουμε άλλη χάρη έχει η ελαφίνα. Από τότε ελαφίνα την ανέβαζα, ελαφίνα την κατέβαζα και δώστου καμάρια αυτή. Δεν μ' άκουσες ποτέ να τη λέω έτσι; που να με ακούσεις, όταν μεγάλωσε δεν ταίριαζε να τη λέω Μπουμπού-ελαφίνα!, την έλεγα όμως δικηγορίνα, γιατί πήγαινε η γλώσσα ροδάνι, αλλά και δικαστίνα γιατί μας περνούσε από δικαστήριο. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο, έτσι να κάνεις εδώ, αλλιώς να κάνεις εκεί, για όλα είχε λόγο. Α, γειά σου, δεν έγινε ούτε δικηγορίνα ούτε δικαστίνα, έγινε όμως προεδρίνα. Προεδρίνα στον ένα σύλλογο, προεδρίνα στο άλλο σωματείο και στο τέλος στρατιωτίνα. Όχι, δεν κάνεις λάθος, δεν μπήκε στο στρατό, στο κόμμα μπήκε και όταν τη ρώτησα μια φορά αν είναι στέλεχος , μου είπε πως είναι στρατιώτης στην πρώτη γραμμή της μάχης κι έτσι την είπα «στρατιωτίνα». Τι να σου πω, εγώ δεν ξέρω από κόμματα, από στρατό ξέρω κι εκεί, όπως τα λες, δεν γίνεσαι εύκολα από στρατιώτης, στρατηγός. Αυτή όμως άλλαξε στρατό, κόμμα θέλω να πω, πήγε σ' αυτό που είχε πέραση κι από «στρατιωτίνα» κατάφερε να γίνει υποψήφια βουλευτίνα. Την έλεγα βουλευτίνα και ψήλωνε δέκα πόντους. Κι αφού της άρεσε, βουλευτίνα την ανέβαζα, βουλευτίνα την κατέβαζα. Όχι, βρε δεν την κορόιδευα, μακάρι να γίνει το κορίτσι γιατί να μη γίνει, να έχουμε κι έναν δικό μας άνθρωπο, θα μου πεις τι τον θέλω εγώ τον δικό μου άνθρωπο, ανάγκη τους έχω; αυτοί μ' έχουν ανάγκη κι όχι εγώ αυτούς, κανένα κόμμα δεν μου έδωσε να φάω. Περίμενε βρε, μπα βιασύνη, θα γεράσεις γρήγορα, θα φτάσω και στο δια ταύτα. Έρχεται που λες, πριν λίγες μέρες, βρε καλώς την βουλευτίνα, λέω δυνατά να το ακούσουν όλοι στο μαγαζί, όχι βουλευτίνα κυρ Μήτσο, μου λέει, αλλά τι; τη ρωτάω, «βουλεύτρια» μου λέει, «άκουσες; βουλεύτρια και μη ξαναπείς βουλευτίνα, είναι λάθος», δεν δίνω σημασία, φεύγει. Ξαναήρθε μετά από λίγες μέρες να ζητήσει ενίσχυση για το κόμμα, καλώς τη βουλευτίνα, την υποδέχτηκα, «αμάν πια κυρ Μήτσο» μου λέει αυστηρά σαν δικαστίνα, «βουλεύτρια, βου-λεύ-τρι-α είπαμε, πες το επιτέλους σωστά». Ύπαγε οπίσω μου σατανά, λέω μέσα μου, της έδωσα δέκα ευρώ, λίγα της φάνηκαν, έφυγε. Τι άλλο να με πειράζει βρε κορίτσι μου; ήρθε τώρα το χηνάρι, άντε μη πω τίποτα χειρότερο, να μου κάνει μάθημα γλώσσας τώρα στα γεράματα, όπως θέλω θα τη λέω. Σήμερα μου 'ρθε πρωί πρωί, με ύφος εκατό καρδιναλίων, μας είπε ότι βιάζεται πολύ, πάρα πολύ, το μαγαζί ήταν γεμάτο πελάτες, «αν είσαι και βουλεύτρια με τη σειρά σου θα πας», της λέω, πως μου 'ρθε να την πω βουλεύτρια θα μου πεις, κι εγώ απόρησα. Μπράβο, μου λέει που έμαθα επιτέλους να το λέω σωστά, βουλεύτρια, όχι βουλευτίνα. Την κοιτάω πάνω απ' τα γυαλιά, το πάει φιρι-φιρι, σκέφτομαι και πριν τη σιχτιρίσω «έλα τώρα, βάλε μου και δυο κιλά προβατίνα για γιουβέτσι, βιάζομαι σου λέω», λέει. «Βρε κακό μπλέξιμο, θα σε φτιάξω εγώ», βγάζω τα γυαλιά και φωνάζω να με ακούσει όλο το μαγαζί, «άκου να σου πω κυρά βουλεύτρια, όταν θα γίνεις βουλευτίνα να έρθεις να σου δώσω προβατίνα, για τις βουλεύτριες έχω μόνο χοιρινό». Γούρλωσε τα μάτια, φούσκωσαν οι φλέβες στο λαιμό, έτοιμη ήταν να ποδαρίσει όπως έκανε μικρή. «Άμα δεν έχεις να πάω σε άλλο κρεοπωλείο», λέει , «ώρα καλή» της είπα και την έστειλα από κει που ήρθε. Όχι πες, φταίω; Μου ζάλισε το κεφάλι, βουλεύτρια και βουλεύτρια, που να γίνει κιόλας! θα μας βάζει να καθόμαστε στο ένα πόδι. Πε μου έχω άδικο; «'Εξω απ' άδικο κι από κακιά γυναίκα», ακούστηκε η φωνή του Καζαντζίδη από το ραδιόφωνο του κρεοπωλείου και μου 'δωσε την πάσα, «καλή καρδιά, κυρ Μήτσο μου, το τσιπουράκι κερασμένο από εμένα», είπα του Αντώνη και τους χαιρέτησα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου