Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Diastixo Σημασία έχει το ταξίδι

http://diastixo.gr/aprosopo-2/4871-eleni-anastasopoulou

Σημασία έχει το ταξίδι.
Συμβαίνει συχνά, όταν πέφτει η νύχτα, να κάνουμε την ανασκόπηση της μέρας και τα γεγονότα να έρχονται θολά κι ανακατεμένα στα όνειρά μας.
Ο Δυσσάκος προέκυψε ως οδηγός κατά την ανασκόπηση στον χωροχρόνο των τελευταίων πενήντα χρόνων. Αυτή η ανασκόπηση μετατράπηκε σε περιπλάνηση, που περιείχε τόσο την περιήγηση όσο και την αποκάλυψη της πλάνης των γεγονότων μέσα από τα οποία επήλθε ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η μετάλλαξη ανθρώπων και εννοιών. Με λίγα λόγια, προέκυψε ως βοηθός στη λύση του ερωτήματος: «Πώς φτάσαμε ως εδώ;»
Επρόκειτο για ένα ταξίδι και χρειαζόμουν έναν Οδυσσέα. Έναν Οδυσσέα, ο οποίος στη διάρκεια των πενήντα χρόνων έγινε Δυσσέας και Δυσσάκος, γιατί σημασία δεν έχει το όνομα αλλά το ταξίδι.
Δυσσάκος Ελένη Αναστασοπούλου Γαβριηλίδης
Όπως κάθε Οδυσσέας, κουβαλούσε κι αυτός το δικό του χρέος. Πώς να συμπυκνώσει τόσα γεγονότα σε λίγες σειρές; Πώς να αφηγηθεί, χωρίς όμως να κουράσει; Πώς να κάνει τους συνομήλικούς του να θυμηθούν και τους νεότερους να γνωρίσουν χωρίς να βαρεθούν; Δίπλα λοιπόν στον Οδυσσέα, βοηθοί και συνταξιδιώτες, δημιουργήθηκαν ήρωες με ονόματα χωρίς μυθικά σημαινόμενα, καθημερινά και ταπεινά, όπως το Μαρικάκι και η Φωτούλα που, παρά την ταπεινότητά τους, κουβαλούσαν την προσωπική τους μυθολογία, συνυφασμένη κι αδιαίρετη με τη συλλογική Ιστορία. Οι ζωές τους, άλλοτε παράλληλες κι άλλοτε τεμνόμενες, κατασκεύαζαν τον μυθιστορηματικό καμβά πάνω στον οποίο αποτυπώνονταν οι κοινωνικές εξελίξεις. Οι ζωές τους δεν ήταν το μοναδικό κεντρικό σημείο του μυθιστορήματος, εξάλλου δεν είναι παρά μία ακόμη μυθιστορία. Είναι ένα μυθ-ιστόρημα πολυκεντρικό, καθότι θεωρώ ότι κάθε ήρωας, κάθε άνθρωπος, έχει το προσωπικό του αφήγημα, εξίσου σημαντικό με κάθε άλλο. Επειδή όμως τα ιστορήματα εγγράφονται μέσα σ’ ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, ως άλλος Οδυσσέας περιπλανήθηκα στην αναζήτηση και καταγραφή των γεγονότων από την δεκαετία του ’60 έως σήμερα. Μια γοητευτική ομολογώ περιπλάνηση, η οποία με οδήγησε σε πολλαπλές ανατροπές και αναμορφώσεις των χαρακτήρων και των περιπετειών των ηρώων μου. Σχεδόν δύο χρόνια ο Δυσσάκος, το Μαρικάκι, η Λόπη, η Φωτούλα και η δασκάλα με παράσερναν σε ταξίδια στα οποία συχνά δυσκολευόμουν να βάλω τέλος.
Επρόκειτο για ένα ταξίδι και χρειαζόμουν έναν Οδυσσέα. Έναν Οδυσσέα, ο οποίος στη διάρκεια των πενήντα χρόνων έγινε Δυσσέας και Δυσσάκος, γιατί σημασία δεν έχει το όνομα αλλά το ταξίδι.
Ο χρόνος έχανε τη διάστασή του. Άλλοτε χρειαζόταν να τον επιταχύνω κι άλλοτε να τον διαστέλλω. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι έπρεπε να τον χωρέσω σε λέξεις, «οι οποίες μέσα στην αυτάρκειά τους και τα περιορισμένα τους όρια θα χωρούν τη μυθολογία…», όπως λέει και η δασκάλα, η αφηγήτρια της ιστορίας. Να συμπλέξω τη μια ζωή με την άλλη και, πότε μαζί πότε χώρια, να τις εντάξω μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Να συνδιαμορφώνονται έτσι που το προσωπικό να αποτελεί μέρος του συλλογικού και το συλλογικό να εισχωρεί στο ατομικό. Χώρεσα τον χρόνο σε επιστολές και ημερολόγια, έβαλα τους ανθρώπους σε καφενεία και αυλές, τόπους συλλογικής έκφρασης, εν είδει χορού σε αρχαία τραγωδία. Πολύς ο χρόνος, συμπυκνωμένος ο καιρός, τα γεγονότα βαριά. Χρειάστηκα αρκετές δόσεις χιούμορ για να μην επιτρέψω στους ήρωές μου να κατρακυλήσουν σε μελοδραματισμούς ή στη θλίψη της πικρής ειρωνείας.
Ο Δυσσάκος, έπειτα από πολλά λιμάνια, μπάρκα και ξέμπαρκα, έφτασε στο τέλος. Το ταξίδι όμως συνεχίζεται.
Δυσσάκος

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Πακάτ, σημαίνει κρίμα


Πακάτ, μη πετάτε την αγάπη στο κεφάλι.

Μέρα που είναι ας κάνω μια βόλτα στο ποτάμι, σκέφτηκα και ξεπόρτισα. Στο πεζουλάκι της εισόδου όπως κάθε μέρα ο Λεονίντ ο Ρουμάνος. "Μπούνα ντιμινεάτσα, Λεονίντ", "Καλημέρα, ντοάμνα" λέει και σηκώνεται. Ντράπηκα, γιατί σήμερα Κυριακή γαρ, δεν περίμενα να τον βρώ στην είσοδο κι έτσι δεν είχα κάτι να του δώσω. Ενα τσιγάρο, λίγο ψωμί, ένα γάλα, κάτι.. αυτός σαν αντίδωρο μου δίνει ένα λουλούδι, ένα φύλλο, κάτι...Τις Κυριακές συχνάζει στις εισόδους των εκκλησιών ή αργεί οίκοθι,κάτω απο τη γέφυρα. 

Βγάζει απ' το σακάκι του ένα μικρό μαξιλάρι, κόκκινο, με χεράκια και ποδαράκια, που γράφει "I love you". "Λούα,ντι τίνι, πάρε" είπε λίγο ρουμάνικα λίγο ελληνικά. "Τσι ιάστι, που το βρήκες αυτό" τον ρώτησα λίγο βλάχικα λίγο ελληνικά, αρκετά για να συννενοηθούμε. "Νύκτα,πάνω γκέφυρα, ουν κούπλου, σι μπατ..". Λίγο βλάχικα, λίγο λατινικά, αρκετά για να καταλάβω οτι ένα ζευγάρι τη νύχτα, ξημερώνοντας του Αγίου Βαλεντίνου, μάλωνε πάνω στη γέφυρα. "Σι νταπόι, μετά;" τον ρώτησα."Γυναίκα, αρουκά, πι κάπου, κεφάλι  άντρα κι απόι, κάτω απο γκέφυρα. Πακάτ, ε φρουμοάσα, ομορφο. Λούα, πάρε", είπε και μου το πρόσφερε. "Μουλτσουμέσκ, Λεονίντ, ευχαριστώ". Πακάτ, σημαίνει κρίμα.

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Δια-λόγου διαδρομές, συνέντευξη

Πολλές σκέψεις θέλουν να πάψουν να είναι σκιές κι επιδιώκουν να γίνουν λέξεις

Η συγγραφέας Ελένη Αναστασοπούλου μιλά στις "Διαδρομές" για το πρόσφατο βιβλίο της με τίτλο "Σκοτωμένο νερό",(εκδ.Γαβριηλίδη),αλλά και για το παραμύθι της,το "Μυστικό της Ερασμίας και του Έραλντ".(εκδ.Διάπλους).

Ως Σχολική σύμβουλος προσχολικής αγωγής εξηγεί την απήχηση της αφήγησης παραμυθιών στα παιδιά,κι εκφράζει τη θέση της σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Αναφέρει τους συγγραφείς που επηρέασαν τη γραφή της,ενώ μιλά και για τα μελλοντικά συγγραφικά της βήματα.

 

 

 

Ποιο ήταν το κίνητρο της πρώτης συγγραφικής σας απόπειρας;
Γιατί αποφάσισα να γράψω λοιπόν; Είναι το ερώτημα που με απασχόλησε κι ακόμη με απασχολεί. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι άρχισα να γράφω, συστηματικά, την περίοδο που ήμουν Νομαρχιακή σύμβουλος στη Λάρισα. Μέχρι τότε επικοινωνούσα τις ιδέες μου και τις προτάσεις μου, με λόγο κυρίως  δοκιμιακό, ανάλογο της πολιτικής μου θέσης . Επειδή όμως δεν μου άρεσε ποτέ αυτό που λέμε «ξύλινος» πολιτικός λόγος προσπάθησα να τον χρωματίσω και με την προσωπική μου υπόσταση. Έτσι, ενώ δεν έλεγα κάτι καινούριο, εντούτοις το έλεγα  με τον δικό μου τρόπο με αποτέλεσμα να φαίνεται διαφορετικό και να τυγχάνει αποδοχής. Ξεπέρασα έτσι το πρώτο ερώτημα περί γραφής, που μου έθετε ο εαυτός μου, σε ρόλο δικηγόρου του διαβόλου και ήταν το «γιατί να γράψεις; όλα έχουν ειπωθεί. Τι καινούριο έχεις να πεις;». Ένιωσα σαν να απελευθερώθηκε μια σκέψη από τη σπηλιά του μυαλού μου, βγήκε στο φως του ήλιου για να συνειδητοποιήσει ότι ζούσε σε μια πλάνη κι ότι μόνο η έκθεση σπάζει τα δεσμά και σε απαλλάσσει από τις ψευδαισθήσεις. Όλο αυτό κατά αντιπαράθεση με το μύθο του σπηλαίου για τη Θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα. Η αλήθεια είναι ότι στο μυαλό μου υπάρχουν πολλές σκέψεις, ως απόρροια των εμπειριών μου και του προσωπικού τρόπο πρόσληψής τους, οι οποίες θέλουν να πάψουν να είναι σκιές και επιδιώκουν να εκτεθούν και να γίνουν λέξεις.




Το "Σκοτωμένο νερό" αποτελείται από διηγήματα με διαφορετικές εκφραστικές φόρμες. Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των ιστοριών;
Κάθε διήγημα αναφέρεται σε μια διαφορετική έκφραση της νεοελληνικής πραγματικότητας. Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιέχει αφηγήσεις του άμεσου παρόντος, στο δεύτερο τα διηγήματα συνθέτουν μια μικρή νουβέλα κι αναφέρονται στο πρόσφατο παρελθόν. Η χρονική αναντιστοιχία ήταν σκόπιμη για ν’ αποφευχθεί η γραμμική σχέση αλλά και για να φανεί ότι τα κοινωνικά προβλήματα, οι υπαρξιακές αγωνίες είναι διαχρονικές αν κι εκφράζονται διαφορετικά. Οι διαφορετικές εκφραστικές φόρμες επιλέχτηκαν με βάση την ιδιαιτερότητα και την ιδιωτικότητα του κάθε ήρωά μου.




Μετά την ανάγνωση του βιβλίου, έχω έντονη την αίσθηση θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες σας αναμνήσεις διανθισμένες με συναισθήματα.. Θέλετε να μας πείτε γι αυτό;
Είναι αυτό που ανέφερα προηγουμένως. Ο τρόπος να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα,
οι συσσωρευμένες εμπειρίες που στριμώχνονται στη σπηλιά του μυαλού και ζητούν διέξοδο. Αντλώ τις εμπειρίες μου από την καθημερινότητα και της προσφέρω μια άλλη ανάγνωση. Οι ήρωές μου είναι καθημερινοί, γήινοι κι ανάμεσά τους περιφέρομαι κι εγώ, ζω και συμπάσχω μαζί τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Προσπαθώ να στέκομαι απέναντί τους διακριτικά, να τους κατανοώ, να τους αντιμετωπίζω άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με ειρωνεία, ποτέ όμως με λύπηση.

Είστε νηπιαγωγός και μάλιστα κατέχετε τη θέση σχολικού συμβούλου.
Ποια η γνώμη σας για την πολυσυζητημένη κι άλλο τόσο πολυαμφιλεγόμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών;

Εδώ έχουμε άλλη μια απόδειξη για την πολυσημία των λέξεων και ότι οι λέξεις κουβαλούν μέσα τους ένα κοινωνικό φορτίο. Μια λέξη που εμπεριέχει μέσα της την αξία, έχει φορτιστεί τόσο αρνητικά που μόνο για αξία δεν πρόκειται. Ίσως είναι κι αυτό ίδιον των καιρών όπου η αξία έχει πλέον ταυτιστεί μόνο με ποσοτικά μεγέθη. Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου θα έπρεπε να θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της βελτίωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Δυστυχώς το Π.Δ 152 περί αξιολόγησης εκ/κών δεν διακατέχεται απ’ αυτή τη φιλοσοφία. Κατάφερε να διαταράξει τις σχέσεις μεταξύ των εκ/κών όσο και μεταξύ εκ/κών και στελεχών. Η σύνδεσή του με ποσοστώσεις οδηγούν σε ανταγωνισμό, δημιουργία φόβου, αγωνίας, έλλειψης εμπιστοσύνης χωρίς παράλληλα να προβλέπονται διαδικασίες επιμόρφωσης, αναστοχασμού και ανατροφοδότησης που θα βοηθούσαν στην αναβάθμιση της σχολικής μονάδας και στη βελτίωση του κε/κού έργου. Η αξιολογική διαδικασία και το ίδιο το αξιολογικό εργαλείο στερούνταν αξιοπιστίας κι εγκυρότητας. Και φυσικά σε καμία περίπτωση μια διαδικασία δεν πετυχαίνει όταν δεν έχει την ευρύτερη συναίνεση και δεν προκύπτει σαν αποτέλεσμα συλλογικής απόφασης και συμφωνίας. Προσωπικά είχα εκφράσει τις ενστάσεις μου και τις απόψεις μου τόσο στα θεσμικά όργανα όσο και στους συναδέλφους εκ/κούς. Με ομάδα συμβούλων είχαμε προβεί σε συλλογική ανακοίνωση από τον Απρίλιο του 2014 και είχαμε προβάλλει τις θέσεις μας. Τώρα είναι μια νέα ευκαιρία με δημόσια διαβούλευση να διατυπωθούν με σαφήνεια οι στόχοι και οι προτάσεις για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των εκ/κών αναγκών, τη βελτίωση της εκ/κής διαδικασίας και την ποιοτική αναβάθμιση του εκ/κού έργου.

Διάβασα (μάλλον ακούσαμε να διηγείστε η ίδια στο cd που συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση) πρόσφατα το παραμύθι σας, "Το μυστικό της Ερασμίας και του Έραλντ" στα παιδιά της τάξης μου.
Είναι δυσκολότερο να τραβήξει την προσοχή του σύγχρονου παιδιού η αφήγηση ενός παραμυθιού;
Η πολύχρονη εμπειρία μου μέσα στην τάξη, μου έδειξε ότι όταν αφηγούμαι στα παιδιά ένα παραμύθι, είναι απολύτως προσηλωμένα έως μαγεμένα θα έλεγα. Στα πρόσωπά τους οι εκφράσεις διαδέχονται η μία την άλλη ανάλογα με την εξέλιξη του παραμυθιού. Το ζούνε με όλες τους τις αισθήσεις και συμμετέχουν ψυχή τε και σώματι. Χωρίς, σε καμία περίπτωση, να υποτιμώ την ανάγνωση και ταυτόχρονη επίδειξη των εικόνων, που επιτελεί άλλο έργο. Όταν μάλιστα η εικονογράφηση είναι καλή και τα εικονικά σημαίνοντα είναι εύληπτα από τα παιδιά δίνει άλλη διάσταση στο παραμύθι. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι στα παραδοσιακά παραμύθια και στην αφήγηση από τον παππού ή τη γιαγιά δεν γινόταν ανάγνωση ούτε κι επίδειξη εικόνων. Κατά την προφορική αφήγηση οι εικόνες σχηματίζονται στο μυαλό του κάθε παιδιού και μάλιστα έτσι όπως του υπαγορεύουν οι προσωπικές του ανάγκες. Επιστρατεύοντας τη φαντασία του, κάθε παιδί ταυτίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με τον ήρωα του παραμυθιού. Έτσι επιλύει, δια του ήρωα, τις εσωτερικές του συγκρούσεις επιλέγοντας ασυνείδητα, αλλά λυτρωτικά, τους ρόλους που του ταιριάζουν έτσι ώστε να οδηγηθεί στη λύση. Εκεί άλλωστε έγκειται και η αξία του καλού παραμυθιού και κυρίως των λαϊκών παραμυθιών τα οποία κατά τον
B. Bettelhaim
« αρχίζουν από κει που πραγματικά βρίσκεται το ψυχολογικό και συναισθηματικό είναι του παιδιού».

Πού υπερέχει και πού υστερεί κατά την άποψή σας η αφήγηση από την εικόνα;


 
Όπως είπα και νωρίτερα, η κάθε μια επιτελεί διαφορετικούς σκοπούς. Η εικόνα βοηθά τα παιδιά ν’ αποκτήσουν πρόσβαση στη γνώση. Συνήθως η οπτικοποίηση παρουσιάζει μια εικόνα του κόσμου με συγκεκριμένα ιδεολογικά φορτία όπως την φαντάζεται ο εικονογράφος. Η καλύτερη των περιπτώσεων, όταν συμπίπτει η οπτική γωνία θέασης των πραγμάτων του συγγραφέα με του εικονογράφου. Η εικόνα είναι ένα κειμενικό είδος που βοηθάει το παιδί, με την παρότρυνση του εκ/κού, στον κριτικό γραμματισμό και την κριτική ανάγνωσή της. Ίσως δεσμεύει λίγο τη φαντασία αλλά εξάπτει την κρίση. Εκεί θεωρώ ότι βρίσκεται η διαφορά από την αφήγηση και δεν τίθεται θέμα υστέρησης της μιας έναντι της άλλης.
Δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;

Όσο περισσότερο διαβάζω, γιατί πρέπει εδώ να πω ότι η γραφή είναι μάλλον περισσότερο διάβασμα και λιγότερο γράψιμο, επιστρέφω στους κλασικούς, έλληνες και ξένους. Ξανά Ντοστογιέφσκι, Ουγκώ, Πόε, Μπρέχτ, Ρίλκε, Μαγιακόφσκι και ξανά Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Εμπειρίκο, Καραγάτση, Καζαντζάκη, Καβάφη, Σεφέρη, Σαχτούρη και φυσικά τους αρχαίους τραγικούς.


Ποιο είναι το βιβλίο (ή τα βιβλία) που σας καθήλωσαν ή που θα προτείνατε να διαβάσει κάποιος;

Αρκετά βιβλία θα πρότεινα. Αλλά αυτό που μου έρχεται  στο μυαλό είναι μια φράση που μου έχει εντυπωθεί από την στιγμή που πρωτοσυναντήθηκα μαζί της. Αυτή η συνάντηση έμοιαζε με σύγκρουση και μετά απ’ αυτό το γεγονός, άρχισε ένα ταξίδι  και μια συνεχής αναζήτηση. «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα κι ο γυρισμός». Διάβασα την Ασκητική έφηβη κι από τότε τη διαβάζω ξανά και ξανά και κάθε φορά με άλλες αναγνώσεις, άλλες αναζητήσεις και το ταξίδι συνεχίζεται.

Τα επόμενα συγγραφικά σας βήματα

Τέλειωσα ένα μυθιστόρημα που το δούλευα δυο χρόνια σχεδόν. Ένα μυθοπλαστικό σενάριο εκτυλίσσεται μέσα στο πραγματικό ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο των τελευταίων πενήντα χρόνων στη χώρα μας. Επίσης με τυραννούν οι εμπειρίες μου από την Τανζανία. Την έχω επισκεφτεί δυο φορές, κι ελπίζω να το κάνω κάθε χρόνο, καθότι συμμετέχω σε μια μικρή εθελοντική ομάδα, όχι ΜΚΟ, με ανθρωπιστική δράση στην Αφρική αλλά και στην Ελλάδα. Όταν βγουν στο φως υποθέτω ότι θα μεταλλαχθούν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος. Ίσως παραμύθι, ίσως διήγημα… Θ’ αφεθώ να με οδηγήσουν τα ίδια τα βιώματα.

 Ευχαριστώ για την φιλοξενία. Τέτοιου είδους κουβέντες γίνονται αφορμές ν’ αποκτήσουν φωνή, πράγματα που ζούσαν στη σιωπή κι έτσι να τ’ ακούσουμε κι εμείς οι ίδιοι . Άλλη μια ευκαιρία να φωτιστούν και να γίνουν λέξεις, οι σκέψεις που έχουμε μέσα μας.  Ευχαριστώ θερμά.




ΚΡΙΤΙΚΗ στην Εφημερίδα Ελευθερία 1/2/2016




Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Αναστασοπούλου με τίτλο «Δυσσάκος» αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αφηγηματικό σύμπαν, που αναφέρεται στην παράλληλη ιστορία δύο οικογενειών σε χρονικό ορίζοντα τριών γενεών. Οι ήρωές της πραγματικοί μαχητές της ζωής, καθείς με τον τρόπο και τα όπλα του, μάχονται, πέφτουν, αλλά πάντα σηκώνονται· πρόκειται για αφηγηματικά αρχέτυπα ηρώων που αγαπούν με πάθος τη ζωή και προσπαθούν να βιώσουν την αλήθεια της, όποιο κι αν είναι το τίμημα.

Οι άνθρωποι της οικογένειας της Μαρίας πολεμούν το νοσηρό ανθρώπινο ψυχισμό ενός θετού «πατέρα» / «προστάτη», μιας στυγνής εξουσιαστικής φιγούρας. Η οικογένεια του Δυσσάκου παλεύει με τις συνέπειες της πολιτικής της ιδεολογίας: αριστεροί στην σκληρή δεκαετία του ’60. Ο Οδυσσέας, ταξιδεύει για να αποφύγει εξορίες· γίνεται ένας «πατέρας από χαρτί». Παρόλο που φαίνονται ασύμπτωτοι, οι δύο αυτοί φασισμοί παραπέμπουν στο ίδιο πράγμα: είτε ψυχολογική είτε πολιτική, η επιβολή ζητά να ελέγξει κάθε πτυχή της ζωής των ηρώων. Τα παιδιά - θύματα Μαρία και Δυσσάκος, προσπαθώντας να δραπετεύσουν από την επιβολή των δεσμών τους, βιώνουν μια όμορφη «ερωτική φιλία». «Χάνονται» όμως, ενεργούν σπασμωδικά και το πληρώνουν. Μετά από ένα δραματικό κρεσέντο, με το οποίο αποχωρούν βίαια από το προσκήνιο ένοχοι κι αθώοι της παλιάς ζωής, συναντιούνται και από την αργοπορημένη τους ένωση, γεννιέται ο καρπός του έρωτά τους, ο Φωκάς. Η συνάντηση αυτή όμως δεν θα έχει ένα γλυκερό τέλος: ο Δυσσάκος ακολουθώντας την οδυσσεϊκή του φύση, δραπετεύει ταξιδεύοντας, ενώ ο Φωκάς, ως Οιδίπους, ζητά επίμονα να βρει «ποιος είναι».

Πέραν της εμπνευσμένης αφηγηματικής πρώτης ύλης, ο «Δυσσάκος» είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς η εξέλιξη της ιστορίας διαπλέκεται έντεχνα με πλήθος ιστορικών γεγονότων, που υπομνηματίζουν τις σκέψεις και τα λόγια των ηρώων. Έτσι η δράση των λογοτεχνικών ηρώων παρουσιάζεται ολοζώντανη και εύλογη, τοποθετημένη σε συμφραζόμενα, που ενεργοποιούν αναπαραστάσεις οι οποίες καθοδήγησαν τις σκέψεις και τις ενέργειες της ελληνικής κοινωνίας τα τελευταία χρόνια. Οι ήρωες ζουν αλλεπάλληλες συγκρούσεις: από την μια η αγάπη, η αυθεντικότητα, η δίψα για ζωή με νόημα, η συνάντηση και ο έρωτας και από την άλλη η έλλειψη της αγάπης, η ψεύτικη ζωή, η καταπιεστική ανελευθερία, η αναχώρηση και οι χωρισμοί. Οι συγκρούσεις αυτές γίνονται το προσκήνιο πίσω από το οποίο αναδύεται η τυραννία της επιβολής και της εξουσίας, περιβεβλημένης είτε ψυχολογικό είτε κοινωνικό μανδύα, η οποία διαποτίζει και διαπερνά – μάλλον με αδιόρατο τρόπο – την περιπέτεια που ονομάζεται ανθρώπινη ζωή.

Πώς κεντιέται όμως όλος αυτός ο αφηγηματικός καμβάς; Πώς καταφέρνει ο «Δυσσάκος» να δημιουργεί στον αναγνώστη μια διάθεση νοσταλγική και τρυφερή παρόλο που τα γεγονότα που ιστορούνται συντρίβουν τους ήρωες; Κατ’ αρχάς είναι το πηγαίο και αυθεντικό χιούμορ που δεν αφήνει την αφήγηση να μεταπέσει σε μελοδραματισμούς. Εκείνο όμως που αποτελεί δείγμα μεγάλης ευαισθησίας της συγγραφέως, είναι η χρήση της εικόνας ως εκφραστικού εργαλείου. Η ματιά είναι σαφώς κινηματογραφική: σε κάθε σελίδα ξεπηδούν εικόνες του Ταρκόφσκι και σκηνές των Ταβιάνι. Το ίδιο ποιητικός και ο χρονότοπος της αφήγησης που παραπέμπει σε μαγική λογοτεχνία, γεγονός που επιτείνεται από τα εξωτικά τοπωνύμια: Γκραντίσκα, Πραμόρτσα, Κιάτρα Ντισικιάτα. Οι ήρωες Πρωτεϊκοί όσο και ρεαλιστικοί: ο αναγνώστης μένει με την γόνιμη απορία για το ποιος από τα τρία πρόσωπα που εμφανίζονται με το ίδιο όνομα είναι το πρωταγωνιστικό: ο παππούς Δυσσέας, ο γιος Οδυσσέας ή ο εγγονός Δυσσάκος;

Ο Δυσσάκος είναι ένα αφήγημα με το οποίο ο αναγνώστης θα αισθανθεί απόλαυση, ενώ αυθόρμητα δεν θα μπορέσει να αποφύγει και το στοχασμό της ζωής των ηρώων του έργου αλλά και της δικής του ζωής. Είναι το αφήγημα των τελευταίων πενήντα χρόνων της ελληνικής κοινωνίας· στην εξιστόρηση αυτή ο καθένας μας θα διακρίνει με σαφήνεια τις υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τις σφραγίδες που έχουν τεθεί στις ζωές όλων μας.



                                                                                                                     

                                                                                 Τάσος Μάτος

                                                                                 Φιλόλογος, PhD
                                     Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων ν. Λάρισας